Αυτός που του έχει τσιτωθεί ήτοι τεντωθεί ο κώλος του από την υπερβολή της πρωκτοσυνουσίας (δικές σας οι μεταφορικές προεκτάσεις). Καλιαρντή λέξη.

  1. -Χτες πήγα στις πουτάνες.
    - Γιατί πεθύμησες την αδερφή σου;
    - Όχι μωρή κωλοτσιτωμένη, άκουσα ότι το πισωκολλητό το πέρασαν στους ημιυπαίθριους και πήγα να δω.
    - Α ναι, και τη μαλακία άμα είναι λιγότερη από δέκα επαναλήψεις θα εκπίπτει του φόρου; (Ένας τόοοοσο 2011 διάλογος αποκατέ).

  2. ναι αλλά όταν έχουμε μια «εργοστασιακά» κωλοτσιτωμένη/ κλοκαρισμένη nvidia όπως είναι πολλές από τη σειρά 7xx δεν υπάρχει πρόβλημα. (Μια ενδιαφέρουσα τεχνική χρήση του όρου για να δηλώθεί η υπερχρόνιση/ κλοκάρισμα εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

#1
Khan

ΥΓ. O Μπαμπινιώτης γράφει το τσιτώνω ως τσητώνω, επειδή το ετυμολογεί από τη σήτα (=κόσκινο < αρχαίο σήθω), ωστόσο δεν έχω μπορέσει να επιβεβαιώσω την ετυμολογία κι έτσι απέφυγα την μπαμπινιώτειο εκζήτηση, άλλωστε τσίτα το έχουμε κι εμείς.

#2
Khan

Υ.Γ.2. Στο δεύτερο παράδειγμα μάλλον έχουμε απλώς το κωλο- ως α΄ συστατικό που δηλώνει μεγέθυνση/ ένταση, ξέρωγω όπως στο κωλοφτιαγμένο.

#3
σφυρίζων

Στοστ. Επίσης, έχει-πήξει-το-μουνί-μας-από-την-πολλή-τσίτα, νομίζω;

#4
Rebelais

Ειλικρινά σπέκια για το δεύτερο παράδειγμα από το χώρο των υπολογιστώνε! Πάντα τέτοια!