Νεολογισμός προκύπτων εκ συντήξεως των εννοιών μαρκαλίζω: βατεύω (επί ζώων) και Μέρκελ.

Σημαίνει όλα, όσα έχουμε υποστεί (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς) τα τελευταία χρόνια.

Το νου σας μην κατέβει πάλι η φράου και μας μερκελίσει όλους χωρίς σάλιο.

Στα ξενοδοχεία, schnell!  (από σφυρίζων, 17/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Galadriel

Μαρκαλεύω.