Μιὰ λόγια ἀπόδοση τοῦ attention whoring στὰ ἐλληνικὰ θὰ ἦταν τὸ ἀγοραλαγνία κατὰ τὸ ἀγοραφοβία καὶ ἀγοραλάγνος γιὰ τὸ attention whore.
Μιὰ λόγια ἀπόδοση τοῦ attention whoring στὰ ἐλληνικὰ θὰ ἦταν τὸ ἀγοραλαγνία κατὰ τὸ ἀγοραφοβία καὶ ἀγοραλάγνος γιὰ τὸ attention whore.
Μετὰ ἀπὸ 9 χρόνια βρῆκα τὴν προέλευση τῆς ἔκφρασης "κόρδα καὶ φούντα καὶ τ᾿ ἄσπρα ποῦ ᾿ν᾿ τα". Εἶναι ἀπὸ τὴν "Ἀποσώστρα" τοῦ Παπαδιαμάντη. (https://www.papadiamantis.net/aleksandros-papadiamantis/syggrafiko-ergo/diigimata/292-posostra-1905)
Γειά σου, Khan.
Καὶ μπεορράπισμα.
Πιὸ σωστὴ ἐτυμολόγηση ἀπὸ τὸν Κ. Καραποτόσογλου ἐδῶ:
*μασαρεύγω. Παρ. Συγυρίζω, διορθώνω: επί απειλής. Αόρ. μασάρεψα (ΧΙΛ 367, 20). Βλ. και μασσαρεύγω. Και στη Μύκονο μασαρεύω (Κουσαθ. 103).
μασσαρεύγω. Ασχολούμαι με οικιακές εργασίες (Κόυκουλ. Κυθν. 287 σημ. 1). Από το ιταλ. massaro = οικονόμος. Από αυτό το μασσαρία*: η οικοσκευή. Και στην Άνδρο (Βογιατζ. Β´ 208).
massaro= massaio 1.(capo di un’azienda agricola) bailiff, steward, farm manager; (agricoltore) farmer. – 2. (ant) (amministratore) administrator. — 3. (fig,ant) (persona economa) thrifty person, good manager. Sansoni 787.
μασσαρία, η. Η οικοσκευή, αντικείμενα καθημερινής χρήσεως αναγκαία για το φαγητό, αλλά και αντικείμενα ενδύσεως, στολισμού, έπιπλα κ.ά. («Κιμωλιακά» Δ’ 1974, 16). από το βενετ. massaria. Προικοσ. Μαρμ, 1 Απρ. 1606: «και (…) μασσαρία κατά την τάξιν να μην της λείπει τίποτες » (ΓΑΚ Κ8ζ, 3) και διαθ. σακελλ. Βιτζαρά, Παρ, 4 Απρ. 1734: «και ό,τι έχει μέσα μασσαρίες, κασσέλες, καρέγλες…» (ΓΑΚ, 212, 91ν). Στα βενετοκρατούμενα νησιά καλούνταν και μπασσαρία ή πασσαρία (Κουκουλ. Βίος, Β´ II 61 και σημ. 11). Και στη Σύρο (Δρακάκ. Β´ 310), Νάξο (Κατσ. ΕΕΚΜ 292), Σίφνο (Συ- μεωνίδης, «Σιφνιακά» A´ 1, 1991, 83) κατά την Τουρκοκρατία, Άνδρο μεσαρία (Προμπονάς, Ποικίλα κριτικά… 1993, 95), Μήλο μασσαρία (Χατζηδ. 356) κ.ά. Βλ. και Κριαρ. Θ 357 – 358.
Το σημασιολογικό τμήμα αντιστοιχεί στο: αμπράτη, μπράτη = αποσκευές κλπ. που είχε συζητηθεί παλαιότερα εκτενώς.
Ν. Αλιπράντη, Λεξικό των ιδιωμάτων και των εγγράφων της Πάρου, 2001, σ. 350*
Τὸ ἔχω ἀκούσει καὶ λεμὸν τουζούρ.
Προφανῶς παρετυμολογία ἀπὸ τὸ γαλλικὸ toujours.
Καμιὰ σχέση μὲ τὴν Πατιλέτα: Το τμήμα του υφάσματος πάνω στο οποίο βρίσκονται τα κουμπιά.
Στὰ παραδείγματα γράφει Μισελενάτο, ἐνῶ στὴν ἐπικεφαλίδα γράφει Μισελανάτο. Νομίζω πὼς πρέπει νὰ διορθωθεῖ ἡ ἐπικεφαλίδα.
Θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι καὶ Κυπριακὸ ὀνοματεπώνυμο: Γιόλος Γιόλου, ὅπως Κύκκος Κύκκου.
Γειά σου, Βάνια.
Νὰ μήν ξεχάσουμε τὸ πιό σημαντικό. Τὸν ποῦτζο.
Θεῖε Βάνια, τὸ ἴδιο μὲ τὸ πρῶτο λένε καὶ στὰ Ἱσπανικά: llueve a cántaros
...
Προδότη μ’ είπε του λαού
κι εγώ της είπα: «Τούλα, ου,
σπεύδε, κι άκουσε να δεις
κι αν έχεις προίκα πέντε δις
εγώ σε παίρνω ολόγυμνη.
Τον έρωτα άκου πως υμνεί
κι ο Μάο κι ο γίγαντας ο Τσου
με τη γιγαντιαία τσουτσού».
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ / ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΦΑΣΣΗΣ
H μπαλάντα της Τούλας (αγωνίστριας της ΠΠΣΠ)
Καλῶς τον. Σχετικὸ εἶναι τὸ πρῶτο παράδειγμα τοῦ λήμματος πισωδέχτης
Εἶναι τὸ κύριο συστατικὸ στὸ Τούμπα Λίμπρε
Μιὰ (παλιο)σλανγκικὴ χρήση τοῦ γκρᾶ ἀπὸ ᾿δῶ:
"Λόγω του ότι ήταν ένα όπλο αργό στη χρήση του, σχετικά με μεταγενέστερα όπλα του είδους του, επικράτησε να αποκαλούν, παλαιότερα, "γκράδες" τα άτομα που δεν αντιλαμβανόταν εύκολα τι τους έλεγαν, καθώς και τους κακούς μαθητές."
Ἂν θυμᾶμαι καλά, ἔχουν περάσει 55 χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ κάναμε τὴν Ὀδύσσεια σὲ μετάφραση τοῦ Ζήσιμου Σίδερη στὴν Πρώτη Γυμνασίου, τό ᾿λεγε κάπως ἔτσι:
καὶ τ᾿ ἀχαμνά του ἔκοψε καὶ τά ᾿δωσε στοὺς σκύλους
Κι ἐγὼ ποὺ νόμιζα πὼς ἡ Μπατσία εἶναι περιοχὴ τῆς Νομανσλάνδης μὲ πρωτεύουσα τὸ Μπατσί, κοντὰ στὴ Γαυρία ποὺ ἔχει πρωτεύουσα τὸ Γαύριο. :)
Ἐνῶ τὸ Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι ὅταν κλαῖς γίνεται:
Μοβόρο πάντοτε μοῦ λὲς
γιατὶ γελάω ὅταν κλαῖς
σέ λέω τί συμβαίνει
τὸ κλάμα σοῦ ὀμορφαίνει
.....
ἀκόμα λίγο κλάψε καὶ σὲ πάει
.....
Ξανὰ σοῦ πρόσεξα κι ἐχτὲς
....
Μοβόρο μὴ μοῦ ξαναπεῖς
καὶ τὴν ἀλήθεια ἂν θὲς νὰ δεῖς
κοιτάξου στὸν καθρέφτη
δὲν θὰ μοῦ βγάλεις ψεύτη.
Ἀπὸ ᾿κεῖ βγῆκε καὶ τὸ
καθάρισε τὴ θέση σου μ᾿ αὐτή σου τὴν κατάσταση, πρὶν κάνω ἐπανάσταση
Ἀπὸ τὴν πρώτη προβολὴ τῆς ταινίας, πρὶν ἀπὸ σαραντακάτι χρόνια θυμᾶμαι τὴ σουπεραλγία· πρέπει νὰ ἦταν ἡ ἀπόδοση στὰ ἐλληνικά τοῦ supercazzola.
Μὲ βάση τὰ γραφέντα ἀπὸ protnet (#16), τὸ "Πάρε με στὸ τηλέφωνο" τοῦ Χιώτη πρέπει νἀ τραγουδιέται κάπως ἔτσι στὴν Ξάνθη:
Πάρε μου στὸ τηλέφωνο λιγάκι νὰ τὰ ποῦμε
καὶ δῶσε με ἕνα ραντεβοῦ γιὰ νὰ συναντηθοῦμε.
Πάρε μου στὸ τηλέφωνο κι ἀπ᾿ τὸ γλυκό σου στόμα
θέλω ν᾿ ἀκούσω νὰ μὲ πεῖς πὼς μ᾿ ἀγαπᾶς ἀκόμα.
Νὰ κι ἕνα λῆμμα τῆς προκοπῆς στὴ φλαταδούρα τῶν τελευταίων χρόνων.
Ἐπίσης πιστεύω πὼς σωστὴ εἶναι ἡ προαγωγὴ τοῦ ἀμερικανοῦ colonel σὲ ἔλληνα στρατηγό. Πιστεύω πὼς διαθέτουμε πολὺ μεγάλον ἀριθμὸ στρατηγῶν ὡς πρὸς τὸ μέγεθος τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων τῆς χώρας.
Καλωσόρισες στὸ slang.gr.
Ἡ wikipedia ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ πασκόβιζα εἶναι ψάρι τοῦ γλυκοῦ νεροῦ ποὺ βρίσκεται μόνο στὴν Ἑλλάδα καὶ συγκεκριμένα στὴν Βοιωτία ( στὸν Βοιωτικὸ Κηφισσό, στὸν Ἀσωπὸ καὶ στὶς ἀπορροές τους).
Ἐπιστ. ὀνομασίες: Telestes beoticus καὶ Pseudophoxinus beoticus.
Ὅσο γιὰ ἄλλα ὀνόματα ψαριῶν ποὺ χαρακτηρίζουν ἄσκημους ἀνθρώπους, ὑπάρχουν ὁ σαλούβαρδος/σαλουβάρδα καὶ ἡ χλεμπού
...Κι όμως μέσ’ στης κόλασης τις λαύρες, μέσ’ σε δακρυγόνα και περίπολα και αύρες...
Για τα παιδιά που `ναι στο κόμμα - 1979
Διονύσης Σαββόπουλος
Αὐτὸ λεγόταν τσούρα στὴ ντοπιολαλιά τῆς Κύθνου καὶ συνήθως γινόταν μετὰ τὴ βάφτιση, ὅπου ὁ νονὸς πετοῦσε μικρὰ κέρματα (δραχμὲς καὶ πενηνταράκια) στὸν ἀέρα καὶ τὰ παιδιὰ ἔπεφταν νὰ μαζέψουν ὅσο πιὸ πολλὰ μποροῦσαν.
Στὴν Ἀθήνα (τὴ δεκαετία τοῦ 60) γινόταν τὸ ἴδιο μὲ χαρτάκια καὶ τὸ λέγανε βουταρία.