Καλιαρντή λέξη εκ του τεκνό και του χορχόρα (=φωτιά), οπότε σημαίνει τον αξιαγάμητο πυροσβέστη.

Άσε που ποιος νοιάζεται να μάθει. Ἐχω γνωρίσει κι έναν τεκνοχορχόρα πολύ γκούρμπαντο τελευταία. (Αποκατέ).

(από Khan, 27/03/15)(από Khan, 27/03/15)

Βλ. και χορχορότεκνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
σφυρίζων

Μας φλόμωσες στον αρχιδόκαμπο ρε Χαν :Ρ