Αυτός που κάνει αστεία, έχει πλάκα. Προκύπτει από το «αστεί(ο) + (εστι)άτορας». Λέγεται συνήθως ειρωνικά για κάποιον όταν δεν μας άρεσε το αστείο του.

Ο Γιάννης, μεγάλος αστειάτορας, τι να σου πω; Πιο πολύ γελάγαμε με τα μούτρα του παρά με τα αστεία του να φανταστείς.

http://www.tzimakos.gr/paroxes.php (από xalikoutis, 02/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Επισκέπτης

sunonimo tou einai kai o asteiemporas...:D

#2
doppelganger

Κλασσικο το «εισαι μεγαλος αστειατορας, ν'ανοιξεις δικο σου αστειατορειο».

#3
patsis

Όπως τα λέει ο ορισμός, αυτό το "ξεκαρδιστικό" γκρουπάκι.