Αυτός που κάνει αστεία, έχει πλάκα. Προκύπτει από το «αστεί(ο) + (εστι)άτορας». Λέγεται συνήθως ειρωνικά για κάποιον όταν δεν μας άρεσε το αστείο του.
Ο Γιάννης, μεγάλος αστειάτορας, τι να σου πω; Πιο πολύ γελάγαμε με τα μούτρα του παρά με τα αστεία του να φανταστείς.
3 comments
Επισκέπτης
sunonimo tou einai kai o asteiemporas...:D
doppelganger
Κλασσικο το «εισαι μεγαλος αστειατορας, ν'ανοιξεις δικο σου αστειατορειο».
patsis
Όπως τα λέει ο ορισμός, αυτό το "ξεκαρδιστικό" γκρουπάκι.