Λογοπαίγνιο με τον αόριστο κιότεψα (ρ. κιοτεύω) και την λέξη κότα. Και οι δυο λέξεις σημαίνουν δειλία, έλλειψη θάρρους. Το αποτέλεσμα είναι οτι, με την χρήση της λέξης 'κότα' μεταφορικά, οπτικοποιείται η έννοια της 'δειλίας' στην οποία παραπέμπει το ρήμα, κυριολεκτικά.
Δηλαδή βγάζοντας ένα ι απ' το κιότεψα, είσαι και φαίνεσαι κότα λειράτη.

Χρήση γίνεται μόνο στον αόριστο.
Αντώνυμο είναι το κότησα (ρ. κοτάω), που θα πει τόλμησα.

Σημείωση: Για την πολύ ενδιαφέρουσα προέλευση των λέξεων κότα, κοτάω, κλπ, διάβασε τα σχόλια του Hank στο λήμμα κοτάω.

  • Πάλι κότεψες; Λογικό. Είναι άλλωστε αυτό που σε διακρίνει αληταράς, λαμόγιο αλλά και κοτούλα! (εδώ)

  • Κότεψα και ούτε ένα ρημάδι σεσκέφτομαι δεν μπορώ να γράψω. (εδώ)

  • Ευτυχώς που δεν ξέρω το σαβουάρ βιβρ του καμακιού σε σούπερ μάρκετ και κότεψα, αλλιώς θα'τρωγα ξύλο από το γκόμενό της στο διπλανό διάδρομο.

Βλ. και κοτεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
σφυρίζων

Δεν νομίζω να ξαναπώ κιότεψα πια :-)

#2
soulto

Το κότεψα χρησιμοποιείται τόσο πολύ, που υποψιάζομαι ότι πολλοί δεν ξέρουν καν οτι σλανγκίζουν.

#3
donmhtsos

Στην αρχή κότεψα, μετά κόντεψα, μα στο τέλος κότησα. (Μπορεί κι ανάποδα).

Πλούτος ή πενία (γλώσσης);

(πρβλ. γαμάτο/γάματο)

#4
soulto

Πάντως δεν κιότεψες!
Πλούτος, κτγμ.

#5
Galadriel

Το μήδι με την κότα που έχει άσπρο μπακγκράουντ μπροστά από το άσπρο μπαγκράουντ του σάιτ έχει πολύ πλάκα, σαν να περιφέρεται μια κότα μέσα στον ορισμό όλο περιέργεια σε φάση "έεεειπ, τι λέτε εδώ για μένα;" χαχα!

#6
soulto