τζιτζής, τζιτζού

Υπερβολικά φιλάρεσκη και λίγο κακόγουστη και "φτηνιάρικη" γυναίκα.

Αυτή όλη μέρα ντύνεται και στολίζεται: Πολύ τζιτζού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
donmhtsos

Πιθανή ετυμολογία από το τουρκικό cici: γλυκό(ς), έξυπνο(ς), χαριτωμένο(ς). Από εδώ. Δες και τζιτζί.