Αντιπαθητικός παππάς, συνήθως με μεγάλα γένεια

Ήταν ένας τραγόπαππας εκεί, δεν μας άφηνε να καπνίσουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
σφυρίζων

O τραγόπαπας στα Κυπριακά;