Όταν κάποιος προσπαθεί να αποφύγει μια κλανιά, που όμως δεν τα καταφέρνει και τελικά από την προσπάθεια και κλάνει και του φεύγει και σκατό μαζί.

Ρε συ, μια ώρα σφιγγόμουν χθές και τελικά ενέδωσα. Το θέμα είναι όμως ότι όχι μόνο έκλασα, αλλά λερώθηκα και από πάνω. Δηλαδή χέκλασα ρε φίλε!!

Got a better definition? Add it!

Published

#1
alexgoum

Λεγεται και εχέκλασα.. lol

#2
Kwtas

Πρέπει να πώ πως το "εχέκλασα" μου άρεσε περισσότερο. +1 απο 'μένα¨:)

#3
mariahomorfi

το εχεκλασα ειναι αρχαιομορφοτερο απο το χεκλασα
(Υ)

#4
Vrastaman

Αγγλιστί, 'I sharted' (shit + farted)

#6
GATZMAN

Ισως θα μπορούσε να λεχθεί και για το κλανόγελο (χε->γέλιο+έκλασα)

#7
kitsarionas

Χρησιμοποιούμενο υποτιμητικά/μεταφορικά:«To μαλάκα!Πήγε να κλάσει και χέστηκε...»,«κλασμένος χέστης».
Η λεγόμενη κλανιά 50-50(Τζογάρισμα).