(ουσ.)
ύστατος + (αγγλ. flash = σηματοδότης).
Ο ασυνείδητος οδηγός που θυμάται ή συνηθίζει να ανάβει τον σηματοδότη (φλας) ένα ή δύο μέτρα πριν τη στροφή.

Παραλίγο να γίνει καραμπόλα γιατί ο μπροστινός ήταν υστατοφλάστης.

Got a better definition? Add it!

Published