1. Όταν κάποιος αράζει τα κυβικά του και χαλαρώνει σε υπερβολικό βαθμό, τόσο που έχει γίνει ένα με το μπετό ή διαφορετικά το πάτωμα.

    Πέρασα να πάρω τον Γιώργο από το σπίτι του αλλά ο τύπος είχε μπετώσει στον καναπέ και είπε ότι θα περάσει αργότερα.

  2. Όταν το μυαλό κάποιου σταματάει και σκαλώνει σε υπερβολικό βαθμό. Συχνά χρησιμοποιείται όταν κάποιος είναι σε κατάσταση μέθης (βλ. κωλίδι).

    Ο λογαριασμός ήταν 40 ευρώ και ο τύπος είχε μπετώσει τόσο πολύ που δεν μπορούσε να τον χωρίσει στα τέσσερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified