πέτσινη (επιταγή)
Η επιταγή που δεν έχει αντίκρυσμα, η κούφια.
- Πάλι πέτσινη ήταν της Σκάρτα & Δούρα και περίμενα 2 ώρες στην ουρά.
πέτσινη (επιταγή)
Η επιταγή που δεν έχει αντίκρυσμα, η κούφια.
- Πάλι πέτσινη ήταν της Σκάρτα & Δούρα και περίμενα 2 ώρες στην ουρά.
Βλ. πετσί, πέτσινο.
Got a better definition? Add it!
0 comments