Αυτός/ή που πίνει το γάρο χωρίς να θυμηθεί να το πασάρει στους υπόλοιπους ή το κρατάει για ώρα στα χέρια του πίνοντας.

Συνώνυμο του: καβατζόπουστας

- Άντε ρε μαλάκα κροκόδειλε γύρνα το, το πάτωσες
- Σόρρυ ρε ξεχάστηκα

- Ρε πήρε ο Πελοπίδας λέει έρχεται
- Οοοο σκάει ο κροκόδειλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
donmhtsos

Μοῦ θυμίζει τὸ ἀνέκδοτο μὲ τὴ μαϊμοῦ καὶ τὴ σαύρα ποὺ τὸν πίνανε σ'ἕνα δέντρο. Ἡ σαύρα δίψασε καὶ κατέβηκε νὰ πάει στὸ ποτάμι γιὰ νερὸ. Σὲ λίγο πέρασε κάτω ἀπ' τὸ δέντρο ἕνας κροκόδειλος. Τοῦ λέει ἡ μαϊμοῦ:

"Καλὰ ρὲ σαύρα, πόσο νερὸ ἤπιες;"