το χασισι ανάποδα
πηρα από τον Αλβανό λίγο σισιχα άλλο πράγμα
το χασισι ανάποδα
πηρα από τον Αλβανό λίγο σισιχα άλλο πράγμα
Got a better definition? Add it!
Published
Κασακτσόεκ το τριφυλλο το δυνατο που σε στελνει στο διαολο και γινεσαι κοπανατζε.
στριψε ενα κασακτσόεκ να γουσταρουμε να γινουμε κωλος
Got a better definition? Add it!
Published
Κασακτσόεκ προερχεται απ τη Ρωσσικη λεξη κασακ που ειναι το χασις κοινος το μαυρο το σκαγκετο το τριφυλλο!
Τσώνη στρίψε ενα κασακτσόεκ πασα μου ή αλλο παραδειγμα - τι θα γίνει μαυρο παιδιά θα πιούμε κανένα κασακτσόεκ?
Got a better definition? Add it!
Published
Παρέα χασισοποτών που σχηματίζοντας κύκλο ανάβουν ένα γάρο και πασάροντας αντίθετα από τη φορά των δεικτών του ρολογιού το φουμάρουν έως ότου το εν λόγο τσιγαριλίκι πνεύσει τα λοίσθια
-Μάγκες να μπω και 'γω στη γύρα;
-Να 'τος ο κροκόδειλος!
Αν όλα τα παιδιά της Γης καπνίζανε παρέα, κι αν όλα τα παιδιά της Γης φουμάρανε χασίς, κι αν όλα τα παιδιά της Γης φουμάρανε παρέα, η γύρα θα γινότανε πολύ-πολύ μεγάλη!
Τaki Tsan
Got a better definition? Add it!
Published
Άλλη ονομασία για το χορτο,εκ του αγγλικού plant
-Τι γίνετε Λέο,θα στρίψουμε κάνα πλάντ?
Got a better definition? Add it!
Published
Λέξη που χρησιμοποιείται σε γλωσσικές κοινότητες χασικλίδων για να δηλώσει το τσιγάρο που δε διαθέτει μαύρο.
Αν θες ρε φίλε μην ανάψεις τώρα τον ψεύτη. Έχουμε στρίψει μπάφο!
Got a better definition? Add it!
Published
Το γκουρλιτσόχορτο είναι αυτοφυής πόα που συναντούμε συχνά στην περιοχή των Αγράφων.Καταναλώνεται ως επί το πλήστον από τα αμνοερίφια και τις γελάδες σε περίοδο μεγάλης πείνας.Τα τελευταία χρόνια η γερασμένη νεολαία της περιοχής το χρησιμοποιεί εννοώντας το μπάφο.
-Πέρασα από το μαντρί προψέ και βρήκα τον Τόλια τ'ανάσκλα να παραμιλάει.
-Πάλι ήπχε τσίπρα;
-Τι τσίπρα ρε μσόχαζε;Δίπλα από μια μπάλα γκουρλιτσόχορτο είχε ξαπλώσει.
Got a better definition? Add it!
Ακόμα μία αργκοτική ονομασία για το σκανκ.
Ετυμολογικά προέρχεται από το αγγλικό skunk του οποίου αποτελεί σύντομο υποκοριστικό.
Βλέπε και το λήμμα σκανούρι.
-Είναι σκου;
-Μπα, αλβανός αγίνωτος.
Got a better definition? Add it!