Μπερδεύομαι, οδηγούμαι σε πνευματική σύγχυση, αναστατώνομαι, χάνω το ειρμό, με κίνδυνο να δημιουργηθεί μία ευρύτερη κατάσταση που χαρακτηρίζει το χάος, η ανησυχία και όχι η τάξη και η ηρεμία. Πιθανός συμφυρμός με το "χάνομαι".

Για για να μην χαωθούμε, ας πιάσουμε τα πράγματα ένα-ένα. Πήραμε το τρένο για την πόλη του Όσλο (αφού χαωθήκαμε αρκετά με τις πινακίδες και τις ενδείξεις που ήταν οι περισσότερες στα νορβηγικά)." https://www.google.gr/url?sa=t&rct=j&q=&esrc=s&source=web&cd=6&cad=rja&uact=8&ved=0ahUKEwiLr8Ko-ujPAhVFthoKHUq9CQQQFgg6MAU&url=https%3A%2F%2Fkrotkaya.wordpress.com%2F2006%2F06%2F05%2Foslo%2F&usg=AFQjCNG-kBETzLcxoFsjM0285IV2rMmpmg&bvm=bv.136499718,d.d2s

Got a better definition? Add it!

Published