κατακάθι, άχρηστο υπόλειμμα κάποιου υγρού (συνήθως πληθ.: πατούδια)
Το πετρέλαιο είχε πατούδια και μπούκωσε ο καυστήρας.
Got a better definition? Add it!
Published 2017-01-10 23:09:31+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments