γκρεμίζω, ισοπεδώνω

Η θύελλα τα σάρισε όλα!

Got a better definition? Add it!

Published

κατακάθι, άχρηστο υπόλειμμα κάποιου υγρού (συνήθως πληθ.: πατούδια)

Το πετρέλαιο είχε πατούδια και μπούκωσε ο καυστήρας.

Got a better definition? Add it!

Published