Ο άρρεν ο οποίος έχει αρκετό καιρό να κάνει σεξ και αυτό τον έχει μετατρέψει σε μια περίλυπη και απογοητευτική φιγούρα, προκαλώντας τον οίκτο των άλλων και κυρίως των γυναικών, οι οποίες διαβάζοντας την αποτυχία αυτή στο μετωπό του, θα παρατείνουν την αγαμία του. Προέρχεται από την σύνθεση των λέξεων "χαρμάνι" που δηλώνει στέρηση και την "ψωλή" που είναι το αντρικό μόριο, που όμως με τον συνδυασμό αυτόν έχει μείνει αχρησιμοποίητο καιρό.

Υπάρχει και γυναικεία παραλλαγή, η "χαρμανοψώλα" η οποία υποδηλώνει το στερημένο θηλυκό, αλλά χρησιμοποιείται σπανιότερα.

Διάλογος:

-Μωρή αυτός ο λιγούρης απέναντι με κοιτάει συνέχεια!

-Ποιος μωρή; Α αυτός;; Χαρμανοψώλης φαίνεται χέστον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified