Κάλανος (ο), καλάνι (το): Κατασκευή (συνήθως ξύλινη) που σχηματίζει κοίλο

Παράδειγμα εδώ Η βρύση στέρεψε και τα καλάνια είναι άδεια. Πού θα πιουν νερό τα ζωντανα;

μέσα στο οποίο συγκρατείται νερό για να πίνουν τα ζώα, ή μέσα από το οποίο μπορεί να διέλθει νερό. Συνήθως κατάλληλα διαμορφωμένος (‘σκαμμένος’ με ειδικό εργαλείο) κορμός δέντρου (ελάτου, πεύκου κ.ά.).

Got a better definition? Add it!

Published