Ο κάτοικος του Ορχομενού, λόγω της ενασχόλησής τους με την καλλιέργεια οπωροκηπευτικών.
Πήγε κι έμπλεξε με βλασταρά.
Ο κάτοικος του Ορχομενού, λόγω της ενασχόλησής τους με την καλλιέργεια οπωροκηπευτικών.
Πήγε κι έμπλεξε με βλασταρά.
Got a better definition? Add it!
Σκωπτικό προσωνύμιο για τον Μεσολογγίτη. (Δες).
Ο Ναπολέων ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ και το Μεσολογγιτάκι, ο… ψαρόμυαλος κριτής του! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ο ταμπάκης που χρησιμοποιούσε ακαθαρσίες σκύλων (δες) και υβριστικά ο κάτοικος της Άμφισσας που ήταν γνωστή για τα ταμπάκικά της (δες).
Εγώ πάντως ως παιδί πρόλαβα τους σκυλοσκατάδες να μαζεβουν κόπρανα για τα βυρσοδεψεία. Ωραίες εποχές που μας τέλειωσαν όταν όλοι θέλαν να γίνουν σαν την Αθήνα. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ο Αμφισσαίος λόγω των ονομαστών κουδουνιών και καμηλών. (Δες).
Με στείλανε στους γκαμηλοκουδουνάδες.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο Αγρινιώτης, επειδή χρησιμοποιείται στο Αγρίνιο ο χαρακτηρισμός αυτός για αδελφό ή συγχωριανό εκ του αδελφούλης.
Πήρα μετάθεση στους φούληδες.
Got a better definition? Add it!
O παθητικός ομοφυλόφιλος. Αναφέρεται στους ιμάντες της μηχανής των παλιών αυτοκινήτων που είχαν κίνηση στους πίσω τροχούς. Είναι δηλαδή αυτός που «δουλεύει» την πίσω μεριά του και όχι τη μπροστινή.
ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΣΑΣ ΤΟ ΑΓΕΛΑΔΙΝΟ ΡΕ ΠΙΣΩΛΟΥΡΙΑΔΕΣ!!! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Κάλανος (ο), καλάνι (το): Κατασκευή (συνήθως ξύλινη) που σχηματίζει κοίλο
Παράδειγμα εδώ Η βρύση στέρεψε και τα καλάνια είναι άδεια. Πού θα πιουν νερό τα ζωντανα;
μέσα στο οποίο συγκρατείται νερό για να πίνουν τα ζώα, ή μέσα από το οποίο μπορεί να διέλθει νερό. Συνήθως κατάλληλα διαμορφωμένος (‘σκαμμένος’ με ειδικό εργαλείο) κορμός δέντρου (ελάτου, πεύκου κ.ά.).
Got a better definition? Add it!
Published
Η φλιτζάνα, η κούπα. Από το σλάβικο/ρωσσικό чашка (προφέρεται το ίδιο). Σε χρήση σε πολλά μέρη της Ελλάδας: χωριά του νομού Δράμας, χωριά της Αιτωλοακαρνανίας, στα Ψαρά, στην Ιθάκη, Πιθανών και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και των Βαλκανίων. Μάλλον δάνειο από τα σλαβομακεδόνικα ή τα βουλγάρικα που πέρασε στα ελληνικά στη βόρεια Ελλάδα. Στα Ψαρά πιθανών ήρθε από τους έποικους από την ηπειρωτική Ελλάδα που τα εποίκισαν κατά το μεσαίωνα. Μοιάζει επίσης με το ουγγρικό csésze (προφέρετε τσίσε με μακρόσυρτο το δεύτερο "σ") που σημαίνει κύπελο (όχι το αθλητικό).
-Να στον κάνω διπλό στη τσάσκα τον καφέ;
-Όχι, μονό. Στο φλιτζάνι.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του "ναι, τι νόμισες;", "προφανώς ναι, δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς", "τι περίμενες;". Τυπικό στην Αιτωλακαρνανία, δεν θυμάμαι να το έχω ακούσει αλλού. Παίζει καί στη Λευκάδα ως εισαγόμενο είδος από απέκεια*.
Εν ολίγοις, απάντηση θετική, με δόση ειρωνείας προς τον συνομιλητή για την άγνοια ή την αφέλειά του. Ο τόνος ανεβαίνει στην εκφορά του "ά", εξ ού και το ερωτηματικό.
Θρυλική η κραυγή "ναι, αμέ, αλλά;" του Μάριου Μπλάκμαν, βλ. ντηλέυ. Έκοψα καρπάθιαν φόρεστ για να ψάξω και δεν βρήκα, βρήκα μόνο "κυρίες μου;" και "πατώνεις;" εδώ. Αν έχει κανείς το κουράγιο...
- Πώπω, μας πιάσανε τον κώλο κανονικά και με το νόμο χτες στο εστιατόριο. Διακόσα ευρώ το κεφάλι η αστακομακαρονάδα...
- Αλλά;
*απέκεια: απέναντι, απ' την άλλη μεριά της θάλασσας, εγγύς Αιτωλακαρνανία στα Λευκαδίτικα.
Got a better definition? Add it!