γουδιστούπ, το: Η πράξη κατά την οποία κάνεις κάποιον κεφαλοκλείδωμα και τρίβεις την μπουνιά σου στο κεφάλι του. Εξού και το πρώτο συνθετικό της λέξης, διότι τρίβει το κεφάλι του άλλου σαν να το έχει βάλει στο γουδί.

Ο Θοδωράκης έκανε γουδιστούπ στον Μαριούλη και τώρα το κεφάλι του πονεί.

Got a better definition? Add it!

Published

#1
dryhammer

Το (μόνιμο) ερώτημα: Περιοχή;

#2
patsis

Μόλις το άκουσα απλώς ως "γουδί", σε εκπομπή θεσσαλονικιώτικου ραδιοφώνου, από σαλονικιό.