Νά τό πάρει τό ποτάμι; (Χχμφφ)

Απλή σύνθετη λέξη, συνδυασμός των: σπουδές + αράζω. Γνωστή, δοκιμασμένη, πολυαγαπημένη ασχολία, φοιτητική ντόλτσε βίτα.

Κάποτε, τουλάχιστο, ενσάρκωνε την ποιότητα και ποσότητα του χρόνου τόσων πολλών φοιτητών/φοιτητριών(ψέμα), που θα μπορούσε, κάλλιστα, να είχε γίνει η επίσημη. Και σλανγκιά το σπουδάζω, σκέτο.

- Αυτός, ο φίλος σου, τι σόι, σπουδάζει;
- Πώς, βέβαια... Σπουδαράζει.
- Α, μάλιστα. Και πώς τα βγάζει πέρα;
- Πλερώνει ο γέρος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
dryhammer