Χάνω την πνευματική μου διαύγεια και φέρομαι με κατώτερα ένστικτα. Χρησιμοποιείται ως επίκληση σε μία προσωρινή απώλεια καταλογισμού για τις πράξεις ενός κατά τα άλλα φυσιολογικού ατόμου. Ετυμολογία [θολώνω < αρχαία ελληνική θολόω-θολῶ]

θόλωσε το μυαλό μου από το θυμό και δεν ήξερα τι έκανα

Θόλωσα από τα μνημόνια και ψήφισα Τσίπρα

Ζωρζ Πιλαλί:

θολώνω, παίρνω ότι βρω, σκουπιδόσακους, Stratocaster, τυριά αφάγωτα. Τα μαζεύω και τα πετάω μες την αυλή του για να τον ξενερώσω!

Απευθείας Σύνδεσμος Βίντεο Ζωρζ Πιλαλί, Τα Σκουπίδια, άκου στο 1:11

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified