Ένα άτομο που επωφελείται εξαπατώντας άλλους.Ο απατεώνας, το κωλόπαιδο. Η πράξη στο σύνολό της αποκαλείται λαμογιά.

''O Αντώνης μου έκλεψε το τόπι''

''Α το λαμόγιο!''

Got a better definition? Add it!

Published

#1
donmhtsos

Ὑπάρχει λῆμμα λαμόγια, moya μὲ ἐμπεριστατωμένη ἐτυμολογία, καθὼς καὶ λῆμμα λαμογιά.