Selected tags

Further tags

Αμφίβολης (βασικά κακής) ποιότητας σεξιστικό λολοπαίγνιο που σημαίνει τον παθητικό ομοφυλόφιλο που του αξίζει χρυσό μετάλλιο για τα ρεκόρ στις επιδόσεις του ή τον ολυμπιονίκη με χαμηλό επίπεδο (του κώλου).

Βρήκε τον εαυτό του στην ενόργανη γυμναστική και έγινε ο πρώτος κωλυμπιονίκης.

Got a better definition? Add it!

Published

Αμφιβόλου ποιότητας λολοπαίγνιο, που χρησιμοποείται στο πλαίσιο μπαρμπαδοχιούμορ, για διάφορους λόγους, όπως λ.χ. για να χαρακτηρίσει τους Ολυμπιακούς αγώνες ως έχοντες χαμηλό επίπεδο (του κώλου) ή για να εξάρει τα όμορφα οπίσθια αθλουμένων ή για να στιγματίσει τους αγώνες ως "προάγοντες τη woke ατζέντα" των ανωμαλάκηδων, πάντα κατά τους χρησιμοποιούντες την έκφραση.

  1. Αυτή δεν είναι έναρξη για ολυμπιακούς αγώνες, είναι για κωλυμπιακούς αγώνες με όλα τα τραβέλια μου μαζέψανε!
  2. Βάλε μπιτς βόλεϊ να ευχαριστηθούμε λίγο κωλυμπιακούς αγώνες.
  3. Κωλυμπιακούς αγώνες έχουν κάνει οι Γάλλοι με βρόμικο Σηκουάνα και παπαριές.

Got a better definition? Add it!

Published

Ομοφοβικός μειωτικός χαρακτηρισμός για ανοικτά ομοφυλόφυλους υπερήρωες. Είναι ο εναλλακτικός Μπάτμαν που έχει ιδιαίτερες διαδράσεις με τον Ρόμπιν.

Τι Μπάτμαν της Αριστεράς δήλωσε ότι είναι στους Πρωκταγωνιστές; Να έλεγε buttman να το καταλάβω.(ΦΒ)

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Κρήτης είναι το καφενείο, ενώ σε άλλες ποικιλίες είναι το μαγαζί ή το μικρό συνοικιακό παντοπωλείο, < τούρκικό dükkân = μικρό μαγαζί. (Δες).

Σωστά το λέει η παραμιά απού’χει κώλο κλάνει, μα να’ν αυτός κι ο κώλος του και όχι στο ντουκιάνι. (Παλιά σκωπτική μαντινάδα του Εμμανουήλ Λουλάκη από Εθιά).

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Ο ικανός στις δολοπλοκίες και στο στήσιμο φάσεων, στα μαγειρέματα.
    1. Οι πολλοί μάγειροι χαλούν τη σούπα σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει κεντρική διεύθυνση.
    2. Τον κώλο βάζεις μάγειρα σκατά σου μαγειρεύει σημαίνει ότι ανάλογα με το ποιόν του ανθρώπου είναι και οι πράξεις και τα έργα του.
    3. Μάγειρας ήταν ο μπαμπάς σου; λέγεται ειρωνικά για χοντρή γυναίκα, τρέποντας το ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου;
    4. Σλανγκιά του πολέμου στην Ουκρανία, πρόκειται για το παρατσούκλι του Γιεβγκένι Πριγκόζιν επικεφαλής της Ομάδας Βάγκνερ άκα ορχήστρας αποτελούμενης από μισθοφόρους στρατιώτες άκα μουσικούς.
  1. Του ανέθεσαν να συντάξει τον εκλογικό νόμο, γιατί είναι ο καλύτερος μάγειρας στο κόμμα.
  2. Αν δεν αναλάβει κάποιος τη διεύθυνση της δουλειάς θα πάμε κατά διαόλου, οι πολλοί μάγειρες χαλούν τη σούπα.
  3. Να προσέχεις ποιον διαλέγεις για συνεργάτη, τον κώλο βάζεις μάγειρα σκατά σου μαγειρεύει.
  4. - Μάγειρας ήταν ο μπαμπάς της; - Όχι, καναλάρχης, για αυτό έχει εκπομπή ενάντια στο fat-shaming.
  5. - Τι έγινε ρε παιδιά; Λίγες εβδομάδες μετά την ανταρσία ο μάγειρας γίνεται δεκτός 3 ώρες στο Κρεμλίνο. - Δε χαλάνε ρε οι φιλίες για τα πραξικοπήματα.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που μετά το χέσιμο αντί να σκουπιστεί με χαρτί επιλέγει τον πιο αριστοκρατικό τρόπο καθαρισμού, το νερό. Αλλιώς γνωστός ως pligo και μπιντέφιλος ή 山名田

- Ρε Νικήτα που έχεις βάλει το χαρτί τουαλέτας; - Δεν έφερα ρε εγώ είμαι πλύγκωλος.

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν κάποιος άνθρωπος κάνει το λεγόμενο κλύσμα δηλαδή την τοποθέτηση δαχτύλου στον πρωκτό η αλλιώς κώλο

- Ρε μαλακά είπες σε 5 λεπτά θα σαι εδώ -μισό ρε κάνω ένα Δαχτυλοκώλι και έρχομαι

Got a better definition? Add it!

Published

Οξεία μέθη η οποία χαρακτηρίζεται από διαταραχές μνήμης, κρίσης, προσανατολισμού, συνέργειας κινήσεων (ιδίως λεπτών και επιτήδειων κινήσεων),μορφασμοί προσώπου, ενώ επηρεάζεται η ομιλία και επιβραδύνονται οι αντιδράσεις.

Χθες ήπια τ'άντερα μου και έπαθα Κάρλο Τζι

Got a better definition? Add it!

Published

Ξεκωλοξεσκισμένος/ -η είναι ο άνθρωπος ο οποίος έχει υποστεί πρωκτική συνουσία που του έχει δημιουργήσει ευρύ σκίσιμο στην περιοχή.

Επίσης χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό του ποσοστού της τύχης κάποιου.

- Εχθές έκανα κωλονοσκόπηση και νιώθω τελείως ξεκωλοκωλοξεσκισμένος.

- Η Μαρία με απάτησε - Α την ξεκωλοκωλοξεσκισμένη

- Κέρδισα το ΛΟΤΤΟ τισ προάλλες. - Όντως ρε ξεκωλοκωλοξεσκισμένε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified