Selected tags

Further tags

Αυτός που μετά το χέσιμο αντί να σκουπιστεί με χαρτί επιλέγει τον πιο αριστοκρατικό τρόπο καθαρισμού, το νερό. Αλλιώς γνωστός ως pligo και μπιντέφιλος ή 山名田

- Ρε Νικήτα που έχεις βάλει το χαρτί τουαλέτας; - Δεν έφερα ρε εγώ είμαι πλύγκωλος.

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν κάποιος άνθρωπος κάνει το λεγόμενο κλύσμα δηλαδή την τοποθέτηση δαχτύλου στον πρωκτό η αλλιώς κώλο

- Ρε μαλακά είπες σε 5 λεπτά θα σαι εδώ -μισό ρε κάνω ένα Δαχτυλοκώλι και έρχομαι

Got a better definition? Add it!

Published

Οξεία μέθη η οποία χαρακτηρίζεται από διαταραχές μνήμης, κρίσης, προσανατολισμού, συνέργειας κινήσεων (ιδίως λεπτών και επιτήδειων κινήσεων),μορφασμοί προσώπου, ενώ επηρεάζεται η ομιλία και επιβραδύνονται οι αντιδράσεις.

Χθες ήπια τ'άντερα μου και έπαθα Κάρλο Τζι

Got a better definition? Add it!

Published

Ξεκωλοξεσκισμένος/ -η είναι ο άνθρωπος ο οποίος έχει υποστεί πρωκτική συνουσία που του έχει δημιουργήσει ευρύ σκίσιμο στην περιοχή.

Επίσης χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό του ποσοστού της τύχης κάποιου.

- Εχθές έκανα κωλονοσκόπηση και νιώθω τελείως ξεκωλοκωλοξεσκισμένος.

- Η Μαρία με απάτησε - Α την ξεκωλοκωλοξεσκισμένη

- Κέρδισα το ΛΟΤΤΟ τισ προάλλες. - Όντως ρε ξεκωλοκωλοξεσκισμένε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα. Η πράξη της τοποθέτησης δαχτύλου στην σούφρα. Χρησιμοποιείτε κυρίως στην παθητική φωνή ως "κωλοδαχτυλιάζομαι".

Κωλοδαχτίλιαζα την Μαρία όλο το βράδυ αλλά όταν πήγα να την στον φορέσω μου το έπαιζε παρθένα.

Got a better definition? Add it!

Published

Περιφρονητική προσφώνηση για άτομο που θεωρούμε ποταπό και ασήμαντο(συνήθως νεαρής ηλικίας).

''Ο Κωστής μου έδειξε τις απαντήσεις στο διαγώνισμα''

''Α το τσουτσέκι...''

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα άτομο που επωφελείται εξαπατώντας άλλους.Ο απατεώνας, το κωλόπαιδο. Η πράξη στο σύνολό της αποκαλείται λαμογιά.

''O Αντώνης μου έκλεψε το τόπι''

''Α το λαμόγιο!''

Got a better definition? Add it!

Published

κοίτα την Μαίρη είναι πολύ φεμινίστρια!!!

κώλο και κρύο νερό στην πλάτη.

εκεί π έχει χαλαρώσει ο πρωκτός πέφτει το κρύο νερό και τον φέρνει στην αρχική του κατάσταση πράγμα π το καθιστά επίπονο και βάναυσο λόγω του ξαφνιάσματος από την διάφορα θερμοκρασίας.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άριστα φιλοτεχνημένος κώλος. Χαρακτηρίζει τον κώλο ως αντικείμενο θαυμασμού και όχι εκμετάλλευσης. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ζωντανά εκθέματα.

- Τάσο; Σ' αρέσει το καινούργιο μου παντελόνι;
- Για κάνε μια στροφή.. Πωωωπω τι κωλοτεχνία είν' αυτή μανάρι μου μ' έχεις τρελάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός μουσικής, ρούχων, χώρου και γενικότερα κάθε αντικειμένου που έχει φάνκυ, κίνκυ ή αισθησιακά χαρακτηριστικά, τέτοια ώστε θα μπορούσε να ταιριάζει με την ατμόσφαιρα ενός κωλόμπαρου. Εναλλακτικά όμως μπορεί να προσδιορίζει όλα τα παραπάνω ως χαρακτηριστικά ενός κωλομπαρά, ενός δηλαδή πληθωρικού ομοφυλόφιλου.

-Τσέκαρες καινούργιο κομμάτι Σνουπ Ντογκ;
-Ναι ρε, τέρμα κωλομπαρίστικο μπιτάκι.

-Να σου πω, να βάλω τις κωλομπαρίστικες τιράντες με τις μπανάνες;
-Σοβαρέψου ρε Στέφανε σε κηδεία πάμε!
-Ναι αλλά θα 'ναι κι ο Νικολάκης εκεί πέρα...

Got a better definition? Add it!

Published