Πατσαβουρογάμης ή πατσαβουρογαμάκης είναι αυτός που τρελαίνεται να γαμάει σιχαμένες , βρωμιάρες, λιπαρές που κρέμονται τα ξύγκια τους από κοιλιά, παρακμιακές γκόμενες που βρωμάνε τσιγαροποτοψωλοχύλα , σαπίλα και έχουνε να πλυθούν πάνω απο ένα μήνα γι αυτό και το μουνί τους έχει πιάσει σγόρτσα και βρωμάει ψωλόχυμα. Πατσαβούρες δλδ. Χαϊδευτικά λέγεται και Ακης . Ακης ο πατσαβουρογαμάκης.

Ακη πατσαβουρογαμάκη που ήσουνα ρε ?? γαμαγα μια πατσαβούρα

Got a better definition? Add it!

Published