Η εξαιρετικά ισχυρή συνουσία με απόρροια το σωματικό "σμπαράλιασμα" του θηλυκού.

Μαλάκα ηρθε εχθές η Αθηνά η ψωλαρπάχτρα σπίτι μου και όπως ξέρεις έχω να γαμήσω απο το καιρό του Νώε. Ενα θα σου πω: Της έσκισα τα βάρδουλα!! Τη ξεφλόκιασα όλο το βράδυ, μύρισε λάστιχο!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Πατσαβουρογάμης ή πατσαβουρογαμάκης είναι αυτός που τρελαίνεται να γαμάει σιχαμένες , βρωμιάρες, λιπαρές που κρέμονται τα ξύγκια τους από κοιλιά, παρακμιακές γκόμενες που βρωμάνε τσιγαροποτοψωλοχύλα , σαπίλα και έχουνε να πλυθούν πάνω απο ένα μήνα γι αυτό και το μουνί τους έχει πιάσει σγόρτσα και βρωμάει ψωλόχυμα. Πατσαβούρες δλδ. Χαϊδευτικά λέγεται και Ακης . Ακης ο πατσαβουρογαμάκης.

Ακη πατσαβουρογαμάκη που ήσουνα ρε ?? γαμαγα μια πατσαβούρα

Got a better definition? Add it!

Published

[γamáo] και γαμώ, ρήμα μεταβατικό

Χρησιμοποιείται μεταφορικά όταν οι ενέργειες κάποιου οδηγούν στην απόλυτη καταστροφή μίας κατάστασης ή ενός αντικειμένου. Εδώ το ρήμα γαμάω έχει απεκδυθεί της απόλαυσης ή της κυριαρχικής του φύσης και αποδίδει αποκλειστικά την καταστροφή. Λαϊκότερα αποδίδεται με το ρήμα Ξεκωλιάζω ενώ υπάρχει και ο υπερθετικός τύπος Απογαμάω. Χρησιμοποιείται συχνότερα στον αόριστο, για να τονίσει τη διάρκεια που έχει το γεγονός μέχρι το παρόν.

Μετά το τελευταίο σέρβις, το αυτοκίνητο γαμήθηκε

Μην ανεβάζεις τη θερμοκρασία στο μάτι, γαμάς το φαγητό

Με την τελευταία κυβέρνηση, η οικονομία γαμήθηκε.

Με τόση πίεση που δέχτηκε, το παιδάκι γαμήθηκε εντελώς (εδώ αμετάβατο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη εκ των παπαριών και της αποθήκης. Βρίσκει εφαρμογή τόσο σε γυναίκες όσο και σε άντρες που χρησιμοποιούν μία ή και περισσότερες κοιλότητες του σ(τ)ώματός τους για να βρίσκουν θαλπωρή (αποθήκη) οι όρχεις (παπάρια) τρίτων ατόμων.

- Έχει εξελιχθεί σε μεγάλη πουτάνα η Αννούλα

- Άσε, μιλάμε για παπαραποθήκη πολυτελείας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης γνωστό ως γαμοσπάτουλα. Προέρχεται από το γαμιόλα/γαμήσι και σπάτουλα. Η χρήση του είναι ιδιαιτέρως προσβλητική στον δέχτη της λέξης, καθώς δηλώνει απαξίωση και μηδενισμό στις ικανότητες της κορασίδας. Η σημασία είναι κάτι μεταξύ 3ου ατόμου σε σχέση με μόνο σκοπό το σεξ και κορασίδας που χρησιμοποιείται από κάποιον με σκοπό να ξεπεράσει την/τις πρώην ή απλά να περνά την ώρα του.

-Τι σου είπε η Μαρία και νευρίασες;

-Άσε μωρέ με την σακαφιόρα, τη γαμιολοσπάτουλα μόνο για να περνά την ώρα του ο Δημήτρης είναι καλή

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι το γαμήσι το οποίο προηγείται ή έπεται κλαμμάτων ή γενικότερα μελό ατμόσφαιρας ενός ή και των δύο συνουσιαζομένων. Εμφανίζεται συχνότατα στην περίπτωση προσπάθειας επανασύνδεσης με πρώην. Κατα κανόνα παρέχει ενα αρνητικό ισοζύγιο απόλαυσης- λύπης και στις περισσότερες περιπτώσεις πρέπει να αποφεύγεται.

Παράδειγμα εδώ

- Ρε την είδες την πρώην το Σάββατο? - Ναι ρε και μετά τον πήδο άρχισε να συγκινείται και να μου λέει τι ωραία που είμασταν μαζι (εγω αυτή το λαντα και η φιλη της η χαζή) - Κατάλαβα, κλαμήσι - Γκαμησέτα δικε μου

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ότι κάποιος έκανε υπερβολική χρήση ενός αντικειμένου μέχρι καταστροφής

-Πήρε ο Τάκης καινούριο laptop. -Και τι έγινε; -Απο την πρώτη μέρα του γάμησε τον αδόξαστο με τα προγράμματα που πέρασε και κόλλησε και ιό...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παλιόκαιρος και γενικά ότι γαμιέται. Το 'γαμώ' μπορεί να προστεθεί σε οποιοδήποτε λήμμα για να προσδωθεί αχρηστίλα και αηδία. Δες, γαμώτουρκος, γαμώβλακας, κ.ά..

Τί γαμώκαιρος μας έφεξε... Κι ο μαλάκας ο μετεωρολόγος μιλούσε για ηλιοφάνεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απο το γαμώ και το πούστης. Χωρίς ιδιαίτερη ερμηνεία, αυτή η λέξη απλά υπάρχει. Λίγο η εξύβριση, λίγο το πουστριλίκι, κάνει τη δουλειά της. Λέγεται ευχάριστα απο μικρούς και μεγάλους. Το καλύτερο είναι στην κλητική όπου μπορείς να το μεταμορφώσεις σε γαμόπουστε.

Στην οδήγηση:
- Κοίτα τον γαμόπουστα μας πήρε το πάρκινγκ.
- Ώχ, κοίτα ένα γκομενάκι αριστερά!

Στο γήπεδο
- ΓΑΜΟΠΟΥΣΤΕ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified