Τερερές,το δυσάρεστο συναίσθημα που προκαλείται από κάποια αγχωτική κατάσταση,κάποιο ξαφνικό περιστατικό,πανικός. Χρησιμοποιείται ευρέως στην περιοχή της Ηπείρου και στην Κέρκυρα.

-Μπούκαρε το Σάββατο στην καφετέρια ο Μάκης και έκανε τσακωτούς τη γκόμενά του με τον Κώστα τον κολλητό του.
-Σώπα ρε.
-Μιλάμε τους έπιασε και τους δύο τερερές.

Got a better definition? Add it!

Published