Εκ του αγγλικού «flex» που σημαίνει «επιδεικνύω» και την ελληνική κατάληξη ρήματος -αρω. Επομένως, σημαίνει καυχιέμαι/υπερηφανεύομαι για κάτι δικό μου και το δείχνω επιδεικτικά σε άλλους.

- Ο Μάνος έκανε τατουάζ και το φλεξάρει συνεχώς μπροστά μας.

Got a better definition? Add it!

Published

#1
0xlang

Στα αγγλικά υπάρχει και η έκφραση φλεξάρω τους μυές μου που σημαίνει επιδικνύω την δύναμή μου.

Φυσικά υπάρχει και το κυριολεκτικό: οτι φλεξάρω κάτι = τεντόνω κάτι