Further tags

Αυτός που ανήκει στην generation Z, στους ζούμερς, δηλαδή έχει γεννηθεί μεταξύ 1995 και 2010. Οι ζιλένιαλ είναι οι πρώτοι ψηφιακοί ιθαγενείς, αφού από τη γέννησή τους υπήρχε το διαδίκτυο.

Δεν είναι και κάνας ζιλένιαλ να είναι εθισμένος στο σέξτινγκ.

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιόθεν έκφραση για το υπέροχο γκολ καθιερωμένη κυρίως μετά τη χρήση της σε σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων όπως εκείνα της Αθλητικής. (Δες).

Γκολάρα ο Σαραβάκος!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο body-builder, το μπιλντέρι, ο γυμνασμένος, ο χτισμένος.

Να αποφεύγεις τα σκληρά, να μην κολλάς στους μπιλντεράδες να διοργανώνεις ρεσιτάλ για μετανάστες και φυγάδες. (Η θεά, 1999, στίχοι: Ισαάκ Σούσης, τραγούδι: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας).

Got a better definition? Add it!

Published

Η φανταστική σλανγκική χώρα στην οποία μένουν άνθρωποι αμερικανικής κουλτούρας, που έχουν συνήθειες της γενιάς των μπούμερ (τυπικά έχουν γεννηθεί μεταξύ 1946 και 1964, αλλά στην ουσία ο καθένας που έχει συμπεριφορά μπάρμπα).

Η Μπουμερική στηρίζει Ουκρανία και Ισραήλ. Έχουν μείνει στον Ψυχρό Πόλεμο. Οι λίμπταρντ του Τουίτερ στηρίζουν Ουκρανία και Παλαιστίνη.

Got a better definition? Add it!

Published

Η φανταστική σλανγκική χώρα στην οποία ισχύουν όλα όσα πρεσβεύει η woke κουλτούρα. Εκ του αμερικανικού Wokeland (< woke & Oakland).

Στη Γουοκολάνδη τα φύλα αυξάνονται κάθε χρόνο. Πέρσι είχαμε 62 φύλα, φέτος έχουμε φτάσει τα 103.

Got a better definition? Add it!

Published

Από το αγγλικό ρήμα to binge που σημαίνει μια περίοδο υπερβολικής κατανάλωσης αλκόολ, ναρκωτικών, ουσιών ή και τηλεοπτικών σειρών.

Ντρέπομαι να παραδεχθώ το γιατί, κάθε φορά που κυκλοφορεί καινούργια σεζόν του Selling Sunset, σταματάω τα πάντα για να την μπιντζάρω. (Oneman).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι το παιχνίδι που έχει μέχρι δύο γκολ. Εκ του αγγλικού under = κάτω.

Με το καταστροφικό ποδόσφαιρο που παίζουν το βλέπω για άντερ το ματς.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι το παιχνίδι που έχει μέχρι δύο γκολ. Εκ του αγγλικού under = κάτω.

Φίλε αντεράκι το ματς, είναι βέβαιο. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Διαδικασία με την οποία παίρνεις λίμα χοντρή που λειαίνει τα νύχια στην επιφάνεια σαν να τα ξεσκονίζει και με το μπάφερ κάνεις την επιφάνεια όλη μεταξύ λίμας και σφουγγαριού. Από το αγγλικό buffer.

Στο ιδίωμα των γκραφιτάδων είναι όταν σβήνει κανείς μια ολόκληρη επιφάνεια με γκράφιτι και τα καταστρέφει.

  1. Το RICH+ μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί βοηθητικά στο μπαφάρισμα των ακρυλικών νυχιών. Είναι μια πλήρης θεραπεία ενυδάτωσης. (Εδώ).
  2. Τους μαλάκες να κάνουν μπαφάρισμα σε τέτοιο καλλιτέχνημα!

Got a better definition? Add it!

Published

Το γκομενάκι εκ του αγγλικού chick (<chicken = κοτόπουλο).

Παίζει κάνα καλό τσικ στο πάρτι;

Got a better definition? Add it!

Published