Ό,τι προσιδιάζει στην αισθητική ή τη συμπεριφορά μιας εταίρας, κοινώς πουτάνας. Από την παθητική μετοχή putanisé(e) του γαλλικού ρήματος putaniser 'εκπορνεύω, υποβαθμίζω σε επίπεδο πουτάνας'

Kύριε Σούλη μου, λίγο προχωρημένο μου φαίνεται, πολύ πουτανιζέ ήθελε να πει, αλλά ο μετρ τον βάζει στη θέση του.

https://www.athensvoice.gr/life/tv-series/103420/allaxe/

putaniser \py.ta.ni.ze\ transitif ou pronominal 1er groupe (voir la conjugaison)

Donner un caractère de putain à.

Πhttps://www.lalanguefrancaise.com/dictionnaire/definition/putaniser

Got a better definition? Add it!

Published