Σκληρή αργκό που διαχωρίζει τ’ αγόρια από τους μεγάλους άντρες, τα κοριτσόπουλα από τις ώριμες γυναίκες. Λέξη κλειδί για την ωρίμανση του ανθρώπινου είδους που πάντα με πόνο προχωρά, αλλάζει και καταλήγει.

Αποτελείται από το ώπα, επιφώνημα ενθουσιασμού, έκπληξης, ή να εκφράσει ότι κάτι γίνεται λάθος. Επίσης μπορεί να σημαίνει στην κλιτική, περίμενε, σταμάτα, ηρέμησε.

Στην δικιά μας περίπτωση, μαζί με το με το καταληκτικό -λάκια, το οποίο προσδίδει ένα χαριτωμένο, μαλακό και “απαλό” χαρακτήρα γίνεται ένα επιφώνημα ανακούφισης όταν κάποιος καταφέρνει να βρει μια βολική θέση/στάση για το ταλαιπωρημένο του σώμα του. Σώμα καταπονημένο από ασκήσεις, καταχρήσεις, προχωρημένη ηλικία, “πιασμένη” μέση κοκ.

Προφέρεται χαμηλόφωνα, με τραβηγμένο ωμέγα με μία μικρή παύση ανάμεσα στο ώπα και στο λάκια, το λάκια είναι ακόμα πιο χαμηλό σε τόνο και ένταση. Σαν μουσική που σβήνει.

Γαμήθηκε η μέση μου, κάτσε να ξαπλώσω, ώωπαλάκια

Got a better definition? Add it!

Published