Το ποτήρι που αφήνουμε δίπλα στο νεροχύτη για να πίνουμε νερό ώστε να μη βγάζουμε καθαρό από το ντουλάπι κάθε φορά. Να σημειωθεί ότι η λέξη δεν έχει πληθυντικό. Αν είναι πάνω από ένα, τότε λέγονται σκέτο «άπλυτα ποτήρια».

- Πήρα από το ψυγείο την κανάτα με μπουζάτο νερό και γέμισα το απλυτήρι μέχρι πάνω.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
antiemocreed

katanoitotato...kalo! (na loipon pou den iksera ti ekana ola afta to xronia O_O'')

#2
iron

Είναι εξαιρετικό και νομίζω ότι είναι η πιο πετυχημένη καλοβυρνιά. Ακολουθούν το αθλιόφυτο και το πουπήγιο. Εγώ πάντως το λέω καθημερινά. Και εννοείται έχω πάντα ένα απλυτήρι στο κομοδίνο μου, άλλο ένα στην κουζίνα, κι ένα τρίτο στο γραφείο. Πουπήγια επίσης πολλά. Αλλά κανένα αθλιόφυτο. Α, όλα κι όλα.

#3
poniroskylo

Γουστέλλειψη και χανασφαλίζω - τα λέω πια χωρίς να σκέφτομαι ότι είναι καλοβυρνιές.

#4
jesus

κ γω ψηφίζω απλυτήρι, είναι απ' τη ζωή βγαλμένο. κ ως καφεμανής έχω θεσμίσει κ την απλυκούπα.