Φέρελπις νέος ο οποίος διαθέτει υπερμεγέθη τζιβοειδή αφάνα ή ράστα, ύφος τύπου «Είμαι πολύ κουλ και άνετος» και μοστράρει επιδεικτικά το στυλ του. Ράσταμαν-μαϊμού. Θέλει να δείχνει ψαγμένος και συνοδεύεται συνήθως από 2-3 θαυμάστριες ανάλογης εμφάνισης και μικρού αναστήματος: μία για να κρατάει την κιθάρα, μία για να του στρίβει τα τσιγάρα και μία για να του θυμίζει πόσο όμορφος είναι.

Σε παραλία νησιού ή κάμπινγκ:
— Ε, Μήτσο, κόζαρε τον τύπο εκεί κάτω! Έχει απλώσει την αφάνα του σ' όλη την παραλία, γρατζουνάει το όργανο και μας το παίζει και γαμιάς...
— Άσε, τον είδα... Γέμισε ο κόσμος ρασταφάρια!

(από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Επισκέπτης

Genika rasta ekanan oi pistoi tou 8eou Rastafari kai sti sunexeia onomastikan kai ekeinoi etsi.Auta gia tin istoria,ta upoloipa anikoun stin elliniki(?) glwssa!

#2
Επισκέπτης

Ναι, αλλά περίπου όμως. Ρας-Ταφάρι είναι οι ίδιοι οι πιστοί. Λατρεύουν ως θεό τον Χαϊλέ Σελασιέ, πάλαι ποτέ αυτοκράτορα της Αιθιοπίας. Παράλληλα, θεωρούνται χριστιανική αίρεση.