1. Ξεφεύγω απο την οικογενειακή στέγη.
  2. Παύω να είμαι παρθένος/-α.

- Είναι μικρός ακόμα αυτός... Δεν έχει απογαλακτιστεί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Μιτζνούρ

Τι ζητάς συνέχεια τη γνώμη μου; Απογαλακτίσου κάποτε!
Δεν έχει πια χαρτζιλίκι.Απογαλακτίσου κάποτε!