Tο γκάνι, τα γκάνια. Eλληνοποίηση από την αγγλική λέξη gun που σημαίνει όπλο.

- Πάμε να πάρουμε τα γκάνια, να ξεκινήσουμε περίπολο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified