Tο γκάνι, τα γκάνια. Eλληνοποίηση από την αγγλική λέξη gun που σημαίνει όπλο.

- Πάμε να πάρουμε τα γκάνια, να ξεκινήσουμε περίπολο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όπλο, πολύ μάγκικα. Από το αγγλικό gun.

Σταμάτα ρε, σταμάτα γιατί θα βγάλω το γκάνι και θα στην ανάψω μες τα μούτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified