Αυτός που βαριέται να κάνει οτιδήποτε διαφορετικό από αυτά που κάνει κάθε μέρα. Συνώνυμο των μούχλας και μουντρούχος.

- Έλα ρε μαλάκα, ξεκόλλα από το σπίτι και πάμε για καμιά μπύρα! - Άστο καλύτερα, θέλω να κοιμηθώ νωρίς απόψε. - Μα τι μαμούχαλος που είσαι ρε πούστη μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Βλέπε και μουντρούχαλος.

#2
Επισκέπτης

Μαμούχαλος σημαίνει δύσμορφος ογκώδης άντρας. Λέγεται και ατζούμπαλος. Πιθανόν να έχει σχέση και με τα μαμούκαλα, κάτι άνοστους καρπούς που τρώγανε στα χρόνια της κατοχής.