Αυτός που βαριέται να κάνει οτιδήποτε διαφορετικό από αυτά που κάνει κάθε μέρα. Συνώνυμο των μούχλας και μουντρούχος.
- Έλα ρε μαλάκα, ξεκόλλα από το σπίτι και πάμε για καμιά μπύρα! - Άστο καλύτερα, θέλω να κοιμηθώ νωρίς απόψε. - Μα τι μαμούχαλος που είσαι ρε πούστη μου!
2 comments
vikar
Βλέπε και μουντρούχαλος.
Επισκέπτης
Μαμούχαλος σημαίνει δύσμορφος ογκώδης άντρας. Λέγεται και ατζούμπαλος. Πιθανόν να έχει σχέση και με τα μαμούκαλα, κάτι άνοστους καρπούς που τρώγανε στα χρόνια της κατοχής.