Ο βαρετός άνθρωπος που δεν διαθέτει φαντασία να κάνει τίποτε άλλο εκτός από πράγματα ρουτίνας. Είναι συνώνυμο των μαμούχαλος, μούχλας και μονόχνωτος.

Η Κατερίνα κουβάλησε με τα χίλια ζόρια τον μουντρούχο τον αρραβωνιαστικό της στο πάρτυ, αλλά μάταιος κόπος... Αυτός καθόταν σε μια γωνιά και δεν μιλούσε σε κανέναν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Βλέπε και μουντρούχαλος.

#2
0xlang

αναφερεται και ως μπουντρούχες βλ σχόλιο Youtube

Έτσι μπράβο γυναίκα-Θανάσση! Η ζωή θέλει καλοπέραση και χαμόγελο.. Όχι σαν κάτι αλλους μπουντρούχες! Συνεχίστε να γλεντάτε τη ζωή και οι δυό σας!!