Από το αγαπώ + -ίζω: όταν η αγάπη ανάμεσα σε 2 άτομα είναι πολύ δυνατή.
(Γαλατική έκφραση: βλ. Γαλάτης μόδιστρος, κοπτοραπτού).

- Έχει πήξει η αγάπη τους ε;
- Ναι, αγαπίζονται τρελά!

Ο ΤΕΟ αγαπίζει τρελά - ααα :) :) :) (από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Σαν ρήμα το «αγαπίζω» σημαίνει κάτι ακόμη πιο ενεργητικό 'κάνω τους άλλους να αγαπηθούν, να συμφιλιωθούν«.

#2
xalikoutis

σημαίνει και απλώς γαμάω... «πχ θέλω να την αγαπίσω πολύ αυτή την Ξένια ρε φίλε....»