Από το αγαπώ + -ίζω: όταν η αγάπη ανάμεσα σε 2 άτομα είναι πολύ δυνατή. (Γαλατική έκφραση: βλ. Γαλάτης μόδιστρος, κοπτοραπτού).
- Έχει πήξει η αγάπη τους ε; - Ναι, αγαπίζονται τρελά!
Got a better definition? Add it!
Published 2008-02-19 22:29:03+00:00 Last modified 2015-07-04 15:57:37+00:00
Hank
2009-02-07 20:18:16+00:00
Σαν ρήμα το «αγαπίζω» σημαίνει κάτι ακόμη πιο ενεργητικό 'κάνω τους άλλους να αγαπηθούν, να συμφιλιωθούν«.
xalikoutis
2009-02-13 12:06:20+00:00
σημαίνει και απλώς γαμάω... «πχ θέλω να την αγαπίσω πολύ αυτή την Ξένια ρε φίλε....»
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
2 comments
Hank
Σαν ρήμα το «αγαπίζω» σημαίνει κάτι ακόμη πιο ενεργητικό 'κάνω τους άλλους να αγαπηθούν, να συμφιλιωθούν«.
xalikoutis
σημαίνει και απλώς γαμάω... «πχ θέλω να την αγαπίσω πολύ αυτή την Ξένια ρε φίλε....»