Πασάλειμμα, μπογιάντισμα όπως-όπως, κακό μακιγιάζ στο πρόσωπο μιας γυναίκας.

- Ρίξε έναν μπαντανά παιδάκι μου να τελειώνουμε επιτέλους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Μιτζνούρ

Ούλοι έχουτε δίκιο, και ο 1 και ο 2
badana είναι το απλό ασβεστόχρωμα, badanacı ο ασπριτζής και badanalı o ασβεστωμένος και η παραβαμμένη γυναίκα. badanak = badana etmek ασβεστώνω. Υπάρχει όμως και το batma, που είναι το βάψιμο δ' εμβαπτίσεως, όπως λέμε βαμμένο σίδερο = ατσάλι, δηλαδή σίδερο που το βουτάνε πυρακτωμένο σε κρύο νερό να σκληρύνει

#2
Μιτζνούρ

Μπατανίες έλεγαν στα νιάτα μου κάτι μικρά παιδικά κουβερτάκια, πολύ μαλάκα, αλλά δεν ξέρω αν ἐχει σχἐση