σπάτουλας, σπατουλάρισμα
Σπάτουλας = κόλακας, γλύφτης, γλυφτρόνι. Σπατουλάρισμα = ένα καλό χέρι γλύψιμο για να νιώσεις τοπ.
Πρώτη μέρα στη δουλειά ό άτιμος και άρχισε το σπατουλάρισμα στο αφεντικό. Έτσι νομίζει ότι θα πάει μπροστά ο βρωμύλος ο σπάτουλας.
Got a better definition? Add it!
Published 2008-04-28 22:31:19+00:00
Last modified 2015-10-01 18:16:40+00:00
Ο ελαφρύς στα μυαλά.
- Φελλός είναι ο άνθρωπος. Τι περιμένεις κι εσύ, να κάνεις δουλειά;
Got a better definition? Add it!
Published 2008-04-28 22:05:46+00:00
Last modified 2008-06-10 17:14:42+00:00
Συντάσσεται με το ρήμα έχω. Είμαι βλαμμένος, έχω μεγάλη τρέλλα.
Μην του απαντάς. Θα γίνει καυγάς. Τούτος έχει χοντρή φελάδα.
Got a better definition? Add it!
Published 2008-04-28 22:01:01+00:00
Last modified 2015-10-28 19:28:43+00:00
Eγώ σου μιλάω αργά και ήρεμα και συ βιάζεσαι και φουντώνεις:
Got a better definition? Add it!
Published 2008-04-28 21:57:25+00:00
Last modified 2008-05-17 17:33:41+00:00
Συνήθως προτάσσεται το ρήμα πουλάω . Λέγεται για μικροαπατεωνιές και ψιλοεξαπατήσεις, όταν κάποιος μας πλασάρει σαβούρα για καλό πράμα ή όταν κάποιος λέει μεγάλα λόγια για να φαίνεται σημαντικός χωρίς να είναι.
Πολλά μας τα 'πε. Μας πούλησε φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Got a better definition? Add it!
Published 2008-04-04 22:06:12+00:00
Last modified 2010-08-03 19:18:27+00:00
Δεν δίνουμε σημασία στο γεγονός γιατί είναι ασήμαντο και ας μην το υπερτονίζουμε. Συνώνυμο του «σιγά το πράμα».
- Ο γαμπρός είναι λένε ματσό , τη βόλεψε η Μαριγούλα.
- Μμμ! σιγά τα μηχανάκια να μην σπάσουν τα ωά...
Got a better definition? Add it!
Published 2008-04-04 21:52:36+00:00
Last modified 2009-01-29 09:43:04+00:00
Μοναδική ευκαιρία.
Έτσι τεφαρίκι μπορεί να είναι μια ψαρούκλα στην ψαραγορά με χαμηλή τιμή, ένα ωραίο διαμέρισμα που νοικιάζεται φθηνά κ.λ.π. Συνοδεύεται συχνά από τη λέξη πρά(γ)μα.
- Κοίτα τι σου δίνω! τεφαρίκι πράμα!
Got a better definition? Add it!
Published 2008-04-04 21:16:18+00:00
Last modified 2009-06-12 05:39:02+00:00
Ο παλιόγερος, η παλιόγρια.
Σιγά να μην παντρευτώ το μορμολύκειο. Χάθηκαν οι νέοι;
Got a better definition? Add it!
Published 2008-03-29 19:59:30+00:00
Last modified 2013-07-02 19:58:57+00:00
Ο έχων πεταχτά δόντια. Η λέξη προέρχεται από το ασπάλαξ .
Πα, πα, πα! καθόλου δε μ' αρέσει ο σφάλιαγκας. Απορώ με τα γούστα σου.
Got a better definition? Add it!
Published 2008-03-29 19:57:52+00:00
Last modified 2016-09-27 21:19:58+00:00
Φεύγω τρέχοντας, όπου φύγει φύγει. Συνώνυμο παλιομοδίτικο: «έγινα Λούης».
Got a better definition? Add it!
Published 2008-03-29 19:51:05+00:00
Last modified 2008-04-02 12:45:36+00:00