σπάτουλας, σπατουλάρισμα

Σπάτουλας = κόλακας, γλύφτης, γλυφτρόνι. Σπατουλάρισμα = ένα καλό χέρι γλύψιμο για να νιώσεις τοπ.

Πρώτη μέρα στη δουλειά ό άτιμος και άρχισε το σπατουλάρισμα στο αφεντικό. Έτσι νομίζει ότι θα πάει μπροστά ο βρωμύλος ο σπάτουλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ελαφρύς στα μυαλά.

- Φελλός είναι ο άνθρωπος. Τι περιμένεις κι εσύ, να κάνεις δουλειά;

(από tractioner, 08/04/11)το δάκτυλο του fellow, απ\'το πολύ κρασί έγινε corkόδειλας... (από MXΣ, 31/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντάσσεται με το ρήμα έχω. Είμαι βλαμμένος, έχω μεγάλη τρέλλα.

Μην του απαντάς. Θα γίνει καυγάς. Τούτος έχει χοντρή φελάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eγώ σου μιλάω αργά και ήρεμα και συ βιάζεσαι και φουντώνεις:

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως προτάσσεται το ρήμα πουλάω. Λέγεται για μικροαπατεωνιές και ψιλοεξαπατήσεις, όταν κάποιος μας πλασάρει σαβούρα για καλό πράμα ή όταν κάποιος λέει μεγάλα λόγια για να φαίνεται σημαντικός χωρίς να είναι.

Πολλά μας τα 'πε. Μας πούλησε φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν δίνουμε σημασία στο γεγονός γιατί είναι ασήμαντο και ας μην το υπερτονίζουμε. Συνώνυμο του «σιγά το πράμα».

- Ο γαμπρός είναι λένε ματσό, τη βόλεψε η Μαριγούλα. - Μμμ! σιγά τα μηχανάκια να μην σπάσουν τα ωά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναδική ευκαιρία.

Έτσι τεφαρίκι μπορεί να είναι μια ψαρούκλα στην ψαραγορά με χαμηλή τιμή, ένα ωραίο διαμέρισμα που νοικιάζεται φθηνά κ.λ.π. Συνοδεύεται συχνά από τη λέξη πρά(γ)μα.

- Κοίτα τι σου δίνω! τεφαρίκι πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιόγερος, η παλιόγρια.

Σιγά να μην παντρευτώ το μορμολύκειο. Χάθηκαν οι νέοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων πεταχτά δόντια. Η λέξη προέρχεται από το ασπάλαξ.

Πα, πα, πα! καθόλου δε μ' αρέσει ο σφάλιαγκας. Απορώ με τα γούστα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω τρέχοντας, όπου φύγει φύγει. Συνώνυμο παλιομοδίτικο: «έγινα Λούης».

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified