serseri στα τούρκικα είναι ο αλήτης, ο τρωγλοδύτης, ο επαίτης... Άλλη μια τούρκικη λέξη σαν τον αναμκιόρη, τον μισκίνη, τον σαψάλη, τον πεζεβέγκη, τον καραμπουζουκλή, κ.ο.κ. που χρησιμοποιούνται σήμερα στην ελληνική χωρίς όμως να κρατούν την original σημασία τους...
Εγώ την ξέρω με ελαφρώς διαφορετική σημασία, κατά βάση χαϊδευτική. Ο σερσερής σίγουρα δεν είναι ιδιαίτερα έξυπνος αλλά είναι ο διαολάκος, αυτός που μιλάει κάπως παραπάνω απ’ ό,τι πρέπει και είναι λίγο αναξιόπιστος στον λόγο του, αυτός που μόλις τον τσακώσαμε να μας πουλάει παραμύθι, ο ελαφρώς σκόρπιος.
Λέγεται και το σερσερή-μπουνταλάς (το πρώτο συνθετικό παραμένει άκλιτο) με ακόμα πιο συγκεκριμένη σημασία αλλά δεν τό ’χω, δεν μου βγαίνει στα ελληνικά.
«Χασεύω» κυριολεκτικά σημαίνει «ζεματάω» και «χασευτός» ο ζεματιστός. Χασεμένος μεταφορικά είναι ο ντροπαλός, ο μαζεμένος. Στα ποντιακά λεξικά που βρήκα αφήνουν να εννοηθεί ντροπαλός σαν χαρακτήρας αλλά εγώ το έχω ακούσει σαν 1. ντροπαλός στην συγκεκριμένη περίσταση που περιγράφουμε ή 2. μαζεμένος/άφωνος/σε συστολή μετά από αποδοχή προσβολής ή επίπληξης.
Όσο για το «σερσέμης» το έχω ακούσει λίγο ή καθόλου και δεν θυμάμαι τι σήμαινε. Στο google translate βγάζει sersem = γουρούνι (!) αλλά μάλλον κάνει λάθος.
Δεν εκφράζω γνώμη, αλλα μιά λύση που θα απομειώσει τα φλογάτα λόγια, τις συσσωματώσεις και όλο το σερσελέμι με το οποίο πλαισιώνουμε συνήθως τις κρίσιμες αποφάσεις μας.
9 comments
BuBis
serseri στα τούρκικα είναι ο αλήτης, ο τρωγλοδύτης, ο επαίτης... Άλλη μια τούρκικη λέξη σαν τον αναμκιόρη, τον μισκίνη, τον σαψάλη, τον πεζεβέγκη, τον καραμπουζουκλή, κ.ο.κ. που χρησιμοποιούνται σήμερα στην ελληνική χωρίς όμως να κρατούν την original σημασία τους...
patsis
Εγώ την ξέρω με ελαφρώς διαφορετική σημασία, κατά βάση χαϊδευτική. Ο σερσερής σίγουρα δεν είναι ιδιαίτερα έξυπνος αλλά είναι ο διαολάκος, αυτός που μιλάει κάπως παραπάνω απ’ ό,τι πρέπει και είναι λίγο αναξιόπιστος στον λόγο του, αυτός που μόλις τον τσακώσαμε να μας πουλάει παραμύθι, ο ελαφρώς σκόρπιος.
Λέγεται και το σερσερή-μπουνταλάς (το πρώτο συνθετικό παραμένει άκλιτο) με ακόμα πιο συγκεκριμένη σημασία αλλά δεν τό ’χω, δεν μου βγαίνει στα ελληνικά.
HODJAS
Μήπως έχει σχέση με το Μικρασιάτικο σερσέμης (ποντιακό χασσεμένος = χαμένος, αποβλακωμένος);
patsis
«Χασεύω» κυριολεκτικά σημαίνει «ζεματάω» και «χασευτός» ο ζεματιστός. Χασεμένος μεταφορικά είναι ο ντροπαλός, ο μαζεμένος. Στα ποντιακά λεξικά που βρήκα αφήνουν να εννοηθεί ντροπαλός σαν χαρακτήρας αλλά εγώ το έχω ακούσει σαν 1. ντροπαλός στην συγκεκριμένη περίσταση που περιγράφουμε ή 2. μαζεμένος/άφωνος/σε συστολή μετά από αποδοχή προσβολής ή επίπληξης.
HODJAS
Τεμέτερον ;-)
patsis
Όσο για το «σερσέμης» το έχω ακούσει λίγο ή καθόλου και δεν θυμάμαι τι σήμαινε. Στο google translate βγάζει sersem = γουρούνι (!) αλλά μάλλον κάνει λάθος.
Αντιθέτως, αυτό το λεξικό φαίνεται πιο νορμάλ:
sersem
1. stupefied, dazed.
2. confused, muddled, addled, bumfuzzled.
3. muddleheaded, addlepated.
patsis
Υπάρχει και το «σασκίνης», που το έχω στο πρόχειρο εδώ και καιρό, από το şaşkın, παραπλήσιας σημασίας με τα παραπάνω στα ελληνικά.
patsis
Υπάρχει και το σερσελέμι, που δεν το έχω ακούσει προσωπικά και το οποίο εμφανίζεται στα εξής δύο ευρήματα στο google:
Δεν εκφράζω γνώμη, αλλα μιά λύση που θα απομειώσει τα φλογάτα λόγια, τις συσσωματώσεις και όλο το σερσελέμι με το οποίο πλαισιώνουμε συνήθως τις κρίσιμες αποφάσεις μας.
Κανένας δεν θα σαρώσει αυτό το σερσελέμι με ένα βασικό και πειστικό επιχείρημα: κλείσατε μια δημόσια επιχείρηση επειδή δεν μπορείτε να την διορθώσετε.
iwn
Ο κατεργάρης