Σιχαμερή ουσία που προκύπτει λόγω παρατεταμένης αποχής από το πλύσιμο των ευαίσθητων περιοχών του ανδρικού σώματος. Πέραν της προφανούς αηδίας που προκαλεί η αναφορά και μόνο της εν λόγω ουσίας, το γεγονός ότι δεν χρησιμεύει σε τίποτε και θεωρείται ευτελής και ανάξια λόγου την καθιστά ιδιαίτερα χρήσιμη τελικά για την περιγραφή προσώπων ή καταστάσεων που ο εκάστοτε ομιλών θέλει να απαξιώσει.

  1. - Πως είναι ρε μπαγάσα ο στρατός τελικά; Πες μας και μας να ξέρουμε τι μας περιμένει.
    - Γάμησέ τα μεγάλε. Έχω να κάνω μπάνιο 2 βδομάδες κι έχουν πιάσει ούρδα τ' αρχίδια μου...

  2. - Ο Μήτσος είπε να σου πω ότι αν σε πετύχει σε καμιά γωνιά την έκατσες. - Πες στο Μήτσο ότι είναι ούρδα απ' τ' αρχίδια μου και αν θέλει ας έρθει στην καφετέρια το απόγευμα να του ξηγήσω τ' όνειρο.

Σχετικά: τυρί (ένας ορισμός), αλμυρόπουτσα, η, μυτζήθρα, φετέισον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
theocharis10

Σημειώνω ότι στη δυτική Μακεδονία ως ούρδα ορίζεται η φρέσκια μαλακή μυτζήθρα

#2
Paparas

Για την ακρίβεια διάβασα οτι σε κάποια μέρη η ούρδα είναι μύκητας ή ουσία που σχετίζεται με το τυρί

#3
Fotis Nitsiopoulos

Η ούρδα είναι υποπροϊόν της διαδικασίας παραγωγής τυριού.Τυρί β΄διαλογής δηλαδή, κι αυτό που χρησιμοποιούν στις τυρόπιτες για να τους έρθει φτενατζήδικα

#4
assosmalakos

Και για να επιτείνουμε την απαξία μας προς τον δέκτη μπορούμε να συμπληρώσουμε: «ούρδ'ανάλατ!»