Ένα κομμάτι ψωμί, που έχει κοπεί άγαρμπα με το χέρι και είναι σχετικά μεγάλο σε μέγεθος (μεγαλύτερο από μια φέτα). Συναντάται στην Πελοπόννησο.

- Δώσε μου μια κουμούτσα ψωμί να κάνω παπάρα στη σαλάτα!

βλ. και γκουμούτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified