Απο την λέξη «βροντή». Αυτός που πέφτει ή τρακάρει με μοτοσυκλέτα. Κατά το πέσιμο ή το τρακάρισμα παράγεται ένας δυνατός ήχος. Μια βροντή. Εξ ου και το βρόντακας.
-Ο βρόντακας πήγε και βρόντηξε πάνω στο πεζοδρόμιο.
Got a better definition? Add it!
Published 2006-09-29 15:17:18+00:00 Last modified 2015-05-09 16:28:58+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments