Μονολεκτική, αποστομωτική απάντηση, σε κάτι που δεν θέλουμε να απαντήσουμε ποτέ, ή το απαντήσαμε ήδη πάνω απο 3 (ναι τρεις!... είμαι στίς καλές μου σήμερα) φορές.

Προφέρεται με μισόκλειστα χείλη και με fade in. Δηλαδή το -καλι- σχεδόν δεν ακούγεται, ενω φορτσάρεις στο -μπιστίρι-.....

- Νώντα μου τι είναι αυτά τα χαρτιά απο το δικαστήριο μέσα στήν τσάντα σου;
- Καλιμπιστίρι... (την άνοιξε ρε μαλάκα...)

- Νώντα μου τι είναι αυτό το μάτσο τα λεφτά εδώ πάνω;
- Καλιμπιστίρι... (πως να της πεί οτι είναι απο τόν χθεσινό τζόγο; θα ζητάει μερτικό...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
lykos

Επίσης απαντάται και σε επίθετο, αρσενικό κυρίως, όταν δεν θυμόμαστε το όνομα κάποιου.....
-Γυναίκα μήπως πέρασε ο καλιμπιστίρης του τρίτου να αφήσει τα κοινόχρηστα?.....

#2
GFMolec

Συνώνυμο, ενδεχομένως, εξίσου ασήμαντων αρλουμπών όπως οι «λιματσάκι», «σφόπλι» κ.λπ.

- Τι έπαθε πάλι το χρέπι σου και δεν παίρνει μπροστά;
- Χάλασε το λιματσάκι/σφόπλι/τσιμπρόινερ κ.λπ.