Further tags

Αναφέρεται όταν κάποιο άτομο απειλεί, χωρίς όμως να έχει την απαιτούμενη ισχύ.

- Θα σας πάρει και θα σας σηκώσει όλους εδώ μέσα!

- Καλά Τάκη, σκεπάσου..

Got a better definition? Add it!

Published

Αναφέρεται σε άτομα που περιαυτολογούν, κομπάζουν.

- Τι ταινιάρα σας έφερα να δείτε ρε!

- Καλά ρε, ξεπάτα..

Got a better definition? Add it!

Published

Το ποτέ στα ποδανά. Συνήθως χρησιμοποιείται ως με τίποτα, με καμία Παναγία!

- Ψήνεις κανά ποτάκι το βράδυ;
- Τέπο ρε μαλάκα, είμαι πτώμα.

Got a better definition? Add it!

Published

Δεν πρόκειται βέβαια για κάποια συγκεκριμένη ώρα κατά την οποία προτιμά να συνουσιάζεται η συμπαθής φυλή των Ρομά, αλλά για "εξυπνακίστικη", "πληρωμένη" απάντηση στην ερώτηση "τι ώρα είναι;".

Για να εντυπωσιάσουμε το συνομιλητή μας, ή πολύ απλά επειδή δεν έχουμε ρολόι. Βλέπε και η ώρα που γαμούν οι σκύλοι.

- Πρέπει να έχουμε αργήσει, τι ώρα λες νά 'ναι;
- Η ώρα που γαμιούνται οι γύφτοι! Που θες να ξέρω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμάω τους περίεργους

"Πληρωμένη" απάντηση στην ερώτηση "τι κάνεις;" ή "τι δουλειά κάνεις;"
Λέγεται συνήθως:
1. Όταν ο άλλος έχει καταντήσει τσιμπούρι με τις ενοχλητικές και αδιάκριτες ερωτήσεις του και θέλουμε να τον ξεφορτωθούμε με όχι και πολύ... ευγενικό τρόπο.
2. Χάριν αστεϊσμού μεταξύ κολλητών.

- Και δε μου λες, εσύ από πού τα ξέρεις όλ' αυτά και ανακατεύεσαι; Τι δουλειά κάνεις;
- Γαμάω τους περίεργους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είσαι κραυγαλέα απάτη. Τόσο εξόφθαλμα ψεύδεσαι γι'αυτό το άλλο που προσπαθείς να περάσεις πως είσαι, που απέχει παρασάγκας από την πραγματικότητα. Εμπλέκεσαι σε καλοστημένες απάτες, καλοδουλεμένες οφθαλμαπάτες και (προσπαθείς να) δημιουργείς πειστικό σκηνικό για να στεγάσει αληθοφανώς την παράγκα σου. Συνήθως περνιέσαι για μεγάλος στα λόγια και ανύπαρκτος στα έργα - κυρίως φημίζεσαι για τις επιδόσεις σου ως εραστής. Άλλος τομέας κοινωνικών δραστηριοτήτων που σε συναρπάζει: οι επιχειρήσεις. Αν και είσαι άφραγκος Ωνάσης, την πουλάς γουστόζικα την παραμύθα και χαραμίζεσαι που δεν τό' χεις σκεφτεί να κάνεις καρριέρα πολιτκού, όπου επιβάλλεται να λες ψέμματα και λόγω ασυλίας να μην τις τρως. Έστω κι έτσι όμως, κάνεις το κομμάτι σου και είσαι μια όαση γέλωτος για τον βαρύθυμο και καταθλιπτικό κοσμάκη της σήμερον. Παλιάτσος, που εναλλακτική επαγγελματική πορεία θα μπορούσε να είναι σε ουάν στάντ κόμεντυ. Τέλος, εννοείται πως εκτός από θεοκόμματος είσαι και σφίχτης, παρότι το γυμναστήριο το βλέπεις μόνο μέσα από διαφημιστικά φυλλάδια. Προσπαθείς να πουλήσεις μούρη και τον παίρνουν χαμπάρι ως κι οι πέτρες (τον παραποιημένο εαυτό σου). Παρ΄ολα αυτά συνεχίζεις απτόητος κι ούτε που σε νοιάζει το δούλεμα πίσω - ή και μπροστά - απ 'την πλάτη σου .Είσαι η επιτομή του τιραμισουρεαλισμού (ερήμην σου;), ο "να μην κάνουμε, να μη λέμε κι όλας;".


1. - Και που λες, τέζα το γκομενάκι... Να τη βλέπεις τη μοντέλα να σπαρταράει στην αγκαλιά μου και να εύχεται να μην τελειώσει... Πςςς... Πόρωση...
- Ίσα, ρε Τέλη... Κατούρα και λίγο... Και γω σου λέω πως είσαι φάβα... καλό το δούλεμα, αλλά δεν υπάρχει απόδειξη γι' αυτά που λες...
2. - Και τί νόμιζες; Πως αν δεν ήθελα εγώ δε θα το είχα πάρει το άιφον το 6+ στα 128 γκίγκα; Αλλά δεν αξίζει... Για να περάσεις μουσική σου μέσα είναι ολόκληρη μανούρα... Ξέρεις πόσα βγάζω το μήνα; Αλλά δεν τα μπορώ ρε συ τα ποζέρια, που πουλάνε μούρη... Εγώ εντάξει είμαι ανώτερος κι αλλά προτιμώ το λόου προφάιλ γιατί είμαι και μετριόφρων... Καλό και το σάμσουνγκ εουρόπα... Τα ίδια κάνει μόνο λίγο πιο αργά...
- Ναι, καλά, θά΄θελες.. Και γω σου λέω πως ψοφάς να έχεις μια τέτοια κινητάρα... Κι όσο γι' αυτά που βγάζεις το μήνα... Είσαι φάβα ρε! Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια...
3. - Πω ρε... Πιάστηκα πάλι στο γυμναστήριο... Τέσσερις ώρες ήμουν και σήκωνα βάρη... Τί εικοσάκιλα, τί κέττλμπελ, τί πιλάτες έκανα μετά... Άσε, ξεπατώθηκα... Αχ, ο ώμος μου...
- Και μένα μου φαίνεσαι λαπάς, και δε χρειάζομαι οδοντίατρο...
- Οδοντίατρο; Οφθαλίατρο ρε...
- Ξέρω, ξέρω τί λεω... Οδοντίατρο... Αφού δεν τρώγεσαι! Για να σε πιάσω... να, ίδιος όπως χτες! Είσαι φάβα, ρε! Να πας στα γκομενάκια να τα πεις - σε τα μας τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση άφεσης αμαρτιών προς όλους τους υπερβόλες. Φτιάχνομαι και μόνο που λέω κάτι, μη με ζορίζεις να σου αποδείξω γιατί δεν υπάρχει απόδειξη. Θέλω να πουλήσω λίγο μούρη ακόμα και άτεχνα, έστω κι αν ξέρω ότι δεν πείθω κανένα. Μη με παίρνεις στα σοβαρά προκαταβολικά, έτσι για την πλάκα, για το κλίμα και την ωραία ατμόσφαιρα το κάνω, έχοντας συναίσθηση της γελοιότητας μου και νιώθοντας το χάλι μου - αλλά η ροπή στη μαλακία είναι ακατανίκητη και πάνω των δυνάμεών μου - και προπαντώς μη μου κρατάς κακία που δεν είμαι σοβαρός, φίλε ακροατή, συνομιλητή, αναγνώστη τούτων των αράδων. Ο πληθυντικός "παίρνω κι άλλους στο λαιμό μου" δείχνει ότι αφού το κάνουν κι άλλοι και τη σκαπουλάρουν, δε τους γυρεύει κανείς τα ρέστα για τα φούμαρα, γιατί όχι κι εγώ; Επιείκεια στον (παθολογικό) ψεύτη που τον πρώτο χρόνο χαίρεται, τον δεύτερο μαραίνεται - ή παντρεύεται, το ίδιο κάνει. Το ζητούμενο είναι: "Μη μου χαλάτε την ονειροπόληση, που κάνω τα πικρά - γλυκά κι ας μην τα διορθώνω στ'αλήθεια. Αφήστε με να ζω εκτός πραγματικότητας, στον κόσμο μου και που και μου με θράσος ότι ίσως και να περάσει κάτι από την τρέλα που πουλάω στους άλλους, όντας ακίνδυνα επικίνδυνος". Γεια χαρά νταν και τα κουκιά μπαγλάν.


1.- Μια φορά εκίνησα να πάω στα Χανιά από το Καστέλι και μέχρι να φτάξω, ήπια εκατό μια τσικουδιές. Όπου εστέκουμουνα, μ'εκέρνουναν.
- Είντα λέεις μωρέ Γιώργη, αρχίνιξες πάλι τσι κουζουλάδες σου; Να τσι μετρήσεις να ζαλιστείς θέλει, όι να τσι πιεις... Αφού δε κατέχω είντά σε; "Να μην κάνομε, να μη λέμε κι ολας;"...
2.- Κι ήτανε η μικρή ένα ξερολούκουμο... Αλλά άσ'τα αυτά, περάσανε. Δεν είμαστε πια για τέτοια. Πάει η μπογιά μας.
- Ναι μωρέ καημένε χαχαμίχο... Εμείς τώρα πια, απογαμέψαμε. Αλλά να μην κάνουμε, να μη λέμε κι όλας; Ο,τι μπορούμε...
- Σαν τους πιτσιρικάδες καταντήσαμε που την έχουνε αλλά δεν ξέρουν τί να την κάνουν και τηνε καταντούνε λάστιχο. Α,ρε φτωχά νιάτα κι έρημα γεράματα...Δεν πείθουμε πια κανέναν με τις γκομενοδουλιές μας τάχα μου...
- Έλα να πούμε το τραγουδάκι:
"Γεράματα βρε φίλε μου,
καθόμουν σε μιαν άκρη.
Κοίταζα τον πούτσο μου
και μού'φυγ' ένα δάκρυ...
Πούτσα μου πώς κατάντησες
εσύ σ'αυτό το χάλι...
Όταν έβλεπες μουνί
γινόσουνα ατσάλι!"
Από εδώ
3.-Είδες τη Γιωργίτσα; Βλαμμένο, βλαμμένο τη λέγανε όλοι στη γειτονιά αλλά μπήκε πρώτη πρώτη στο πανεπιστήμιο και στη σχολή που ήθελε...
- Σιγά, κι εμένα ο Νικολάκης μου άμα ήθελε δε θά'μπαινε... Διάβαζε, διάβαζε αλλά τί να γίνει, δεν τα κατάφερε... Να τελειώσει τουλάχιστο καμιά τέχνη και θα τη βρει την άκρη...
- Ποιος διάβαζε μωρή; Το χαζογκομενί σου όλη μέρα καιγόταν με το προ και πήγαινε σχολείο μόνο να χαβαλεδιάσει! Σε τα μας τώρα; Είσαι συ πτυχιούχα και το πελαγώνεις το μόμολο σου κι επαναπαύεται... Έλα τώρα... Μη γίνεσαι "να μην κάνουμε, να μη λέμε κι όλας"... Μην τον δικαιολογείς... Πας και μπλέκεις με τα νιάνιαρα κι εσύ... Αφού είναι αλλού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμώτη, Σόιμπλε, ανάποδο γαμώτο και στριμμένο άντερο, δυσκοίλιο εκ της παραλυσίαςΒλ. και γαμώτο. Είναι λεξικοποίηση ελλειπτικής φράσης "γαμώ τη ..." όπου ως συνέχεια μπορεί να εννοηθεί " μαλακία που με δέρνει", "θειά σου/του τη χορεύτρια", "μάνα σου/ του"... Εϊναι προσβόλα ολκής που περισσότερο υπονοεί το εννοούμενο χωρίς προσυμφωνία κι έτσι ο αποδέκτης καταλαβαίνει ό, τι τον συμφέρει ή ό,τι μπορεί να ερμηνεύσει - τέλος πάντων! - εν τηι ρύμηι του λόγου. Ενώ το "γαμώτο" μπορεί να εξηγηθεί ως "γαμώ το αυτό, αυτό που μόλις για το οποίο έγινε λόγος" και ήταν μια αποτυχία, μια γκάφα, ένα παράπονο, μια ανεκμετάλευτη ευκαιρία και δεγκζερωγωτί, το "γαμώτη" με τη σύνταξη που έχει και το προηγούμενο προσβλητικό επιφώνημα και παραμέμπει σε ψευδοκρητισμό (σύνταξη Υ - Ρ - Α κι όχι Υ - Α - Ρ, όπως "αγαπώ τηνε" κι όχι "την αγαπώ"), μαμιέται κάτι γένους θηλυκού, συγκεκριμένο ή αφηρημένο. Η νοοτροπία μας ως λαού που θέλει να πηγαίνει συνέχεια ο νους μας στο πονηρό και το ηδονικό, που ηδονικότερο απ' αυτό δεν υπάρχει και το διαφημίζουμε διαρκώς μέσα απ' τις βρισιές μας, γιατί αυτό είναι μαγκιά ένδειξη αντρουάς και καφρίλικης ενηλικίωσης πράγμα στο οποίο συνίσταται η ταυτότητα του "μεσογειακού εραστή" του ποδολάγνου, πορδολάγνου και τα ρέστα και το γεγονός ότι είμαστε ρήτορες και γνήσιοι συνεχιστές της αρχαιοελληνικής παράδοσης να 'ουμ' στο "να μην κάνουμε, να μη λέμε κι όλας" και σ' αυτό και να περνιόμαστε καμπόσοι πουλώντας μούρη, θέλει να τα μαμήσει όλα και μόνο με τη σκέψη. Έτσι η αχαλίνωτη φαντασία του αποδέκτη της φράσης μπορεί να συμπληρώσει εκεί ό, τι πραγματικά γουστάρει και τραβά η όρεξή του και η έμπνευση της στιγμής.
Στα πλαίσια αυτολογοκρισίας απαντάται και ο τύπος "γαμώτ΄", με κομμένο το τελευταίο φωνήεν, για να μη γίνει κάποιος περισσότερο αγενής, να μη ρίξει το επίπεδό του (εντελώς - κάτι σαν το "gosh!" των Άγγλων για να μην επικαλούνται συνέχεια το Θεό, δεν κάνει και το(ν) κουράζουν), αλλά και απλά από βαρεμάρα. Μπορεί να εννοηθεί ή "γαμώτο" ή "γαμώτη", αλλά μάλλον περισσότερο προς το "γαμώτη" κλίνει γιατί η δάσυνση που το συνοδεύει στην απόληξη της εκφοράς του ταιριάζει περισσότερο. Άλλωστε είναι πιο ευγενικό να βρίζεις με αυτή τη λέξη των πολλών θηλυκών υπονοουμένων και φράσεων, όπου ο καθένας επιλέγει - φαντάζεται τη βρισιά του, παρά με αυτή των ουδετέρων που η γκάμα είναι περιορισμένη υπονοουμένων και λίγο πολύ γνωστή (όπως το προαναφερόμενο περιστατικό ή "το μυαλό σου το ανύπαρκτο" - πόσα ουδέτερα να βρεθούν για να τα μαμίσεις;) Στην τελική όλες αυτές οι βρισιές έχουν καταντήσει νίλες και πλέον λέγονται εύκολα, απενοχοποιημένα και με τάση ονειροπόλησης χωρίς να στοχεύουν σε ένα συγκεκριμένο ακροατήριο τη στιγμή που λέγονται και έχουν χάσει τη βαρύτητα της προσωπικής προσβόλας. Πλέον ανήκουν στις χαριτωμενιές και σε πιο λουζ στυλ του προφορικού λόγου, παρά εξυπηρετούν τους σκοπούς για τους οποίους δημιουργήθηκαν κάποτε ως ακραίες.

1.- Τί' ν' αυτό; Πού το βρήκες το εργαλείο;
- Ανέβα πάνω να σε κάνω μια γύρα κι άσ' τα πολλά πολλά...
- Ναι, στάσου να βρω τις πατήθρες... ΟΚ, φύγαμε... Ωχ, κοίτα έφυγε το κάλυμμα!
- Στάσου να γυρίσουμε... Γαμώτη! Και δεν είμαστε να χάνουμε χρόνο, μια τζούρα που προφταίνω πριν να με κάνει τσακωτό.
- Του θειού σου είναι;
- Ναι. Και πήγε σε μια γκόμενα εδώ πιο κάτω τώρα για λίγο... Το τί θέατρο παίζουμε στη θειά μου και στο γιο του, δε λέγεται!... (ΒΡΑΟΥΟΥΜ!..)
2.- Όοοχι, μην το στρίβεις από κει, θα σπάσει! (κρακ!) Νά'το, έσπασε, γαμώτ'!... Τί να σου πω τώρα, μωρέ; Άντε να βρω ανταλλακτικό τώρα!
- Σάπιο ήταν. Αργά ή γρήγορα θα γινόταν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.Όταν η έκβαση ενός γεγονότος δεν πηγαίνει κατά πως θέλουμε και ο πράττοντας που ανέλαβε ως πληρεξούσιος ή έμπιστος να την διεκπεραιώσει δεν έφερε το αναμενόμενο κατόπιν σχεδίασης αποτέλεσμα. Ναι μεν, τα έκανε θάλασσα, αλλά από την άλλη να μην κρατάμε και κακία ο ένας στον άλλο, ούτε παρεξήγηση να γίνεται.


- Τί είναι τούτο 'δω, ρε μαλάκα; Τί σού'πα να μου φέρεις και τί μου έφερες;! Ρε ηλίθιε, τελευταία στιγμή, εδώ ο κώλος μας καίγεται κι εσύ μας κάνεις παιχνιδάκια; Σ' έπιασε η μαλακία σου πάλι; Έχω αύριο να παραδώσω εργασία, για τον ηλίθιο νταλκά σου και την πουτάνα την πρώην γκόμενά σου την ανέβαλλα και την προχειροέγραφα, για να σου ανεβάσω το ηθικό, ένα μήνα τώρα ρε, τελευταία στιγμή που μπορώ κι εγώ να κάτσω σαν άνθρωπος να τη φτιάξω... Σε εμπιστεύτηκα ρε κι εσύ τον παίζεις; Είσαι σοβαρός; Καταλαβαίνεις τί έκανες;
- Εγώ... Εγώωωω....
- Άντε χέσε μας μωρέ! Μ' άλλα λόγια: "ν' αγαπιώμαστε" είσαι! Θα με κρεμάσει αύριο ο καθηγητής, πόσο να με καλύψει πια που τόσο καιρό του το κάνω γαργάρα; Εγώ στα δύσκολα, εκεί: για όλους!Και για μένανε κανείς... Αχ!...

2.Όταν ένα άτομο μας φερθεί με εντελώς ασυνήθιστο και σκληρό τρόπο, ή ακόμα όταν το έχει αυτό συνήθειο, παρόλα αυτά έχει την απαίτηση να μην παρεξηγούνται οι βαθύτερες αγαθές προθέσεις του, που δεν ξέρει όμως να τις εξωτερικεύει με αντίστοιχες πράξεις, με αποτέλεσμα να σε κάνει (με τρόπο που να το απαιτεί) να πρέπει να μυρίσεις τα νύχια σου κάθε φορά για να τις καταλάβεις. Αυτό είναι πάγια τακτική μεταξύ συναισθηματικών εκβιαστών στο αιώνιο παιχνιδάκι του ποντικού και της φάκας, που πάντα το ποντίκι είναι ο παθολογικός ευχαριστίας (pathological pleaser vs pathological teaser in a bad way).


- Το'χεις σκεφτεί ότι κάποιοι άνθρωποι μπορεί να αγαπούν αλλά δεν έχουν τον τρόπο να το δείξουν;
- Όχι. Γιατί αν αγαπούσαν πραγματικά, οι εγωισμοί μπαίνουν στην μπάντα. Το μόνο που θες είναι να βρεις μια λύση, μια διέξοδο αυτού του συναισθήματος και δε λυπάσαι τα λάθη μέχρι να τον βρεις αυτόν τον τρόπο, ούτε τα φοβάσαι. Ο στόχος σου είναι αυτός. Άρα, όποιος δεν το κάνει, κατά βάθος δεν τον ενδιαφέρει, άσχετα με το τί θα ήθελε η μελό - ρομαντική ψυχούλα σου προσωπικά. Το ηθικό σου δεν μπορεί να γίνεται βορά κανενός. Αλλιώς καλά τηνε παθαίνεις.
- Ωραία. Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Τί να τους κάνουμε; Να τους σκοτώσουμε; - Να μην τους δίνουμε σημασία. Αλλιώς παίρνουν το μήνυμα ότι πάντα ο μαλάκας θα είναι εκεί, θα ανέχεται, θα υποφέρει κι αυτοί.δε θα ζορίζονται να βάζουν μυαλό. Απλώς τους εγκαταλείπεις. Στο περιθώριο, τον πρώτο καιρό από εγωισμό θα παριστάνουν ότι δεν τους είναι επώδυνο που τους εγκατέλειψαν όλοι, αλλά μετά όταν η μοναξιά αρχίσει να τους τσακίζει θα πονέσουνε, αλλά θα γίνουν άνθρωποι. Αλλιώς μ'άλλα λόγια:"ν'αγαπιώμαστε", άμα είναι να τους ανέχεσαι, γιατί έτσι δεν τους αφήνεις να μεγαλώσουν, να ωριμάσουν να κάνουν τον φυσικό κύκλο όλων των όντων σ'αυτή τη γη, να μάθουν.

Σχόλιο: Προτιμώ το λήμμα με αυτήν τη γραφή και όχι χωρίς τα σημεία στίξης, διότι έτσι αναδεικνύεται η έκφραση "ν' αγαπιώμαστε" ως παρατιθέμενη που είναι ο στόχος της έκφρασης ενώ το "μ'άλλα λόγια" είναι η επεξηγηματική εισαγωγή, ανεξαρτήτως δυνατότητας εύρεσής της στη μηχανή, ή αιτήματος για ισοπεδωμένη γραφή λόγω νιλοποίησης (=εκμηδενισμού των αρχικών συστατικών που την αποτελούν που την οδήγησαν στην τυποποίηση: αυτή η συγκεκριμένη, ακόμη αναλύεται).
Προτίμησα τη γραφή με ωμέγα στο "αγαπιώμαστε" αναγνωρίζοντας την προέλευση από το "αγαπώμεθα" κι όχι το "αγαπιέμαι" που ετεροιώνεται σε "αγαπιόμαστε".(εναλλαγή -ιε, -ιο κατά την κλίση στην οριστική του ενεστώτα της μεσοπαθητικής της ν.ε.)
Τέλος η έκφραση εμφανίζεται και στο γούγλη συνηθέστερα ως "άλλα λόγια ν'αγαπιόμαστε", αλλά κττμγ, αλλοιώνεται το νόημά της που είναι να πούμε άλλα λόγια να πούμε και ξανά ν'αγαπηθούμε έτσι, αντί να ληφθεί εκ των προτέρων ότι αγαπιώμαστε, αλλά κάποια περιστατικά που επιδιώκουν να κλονίσουν αυτή τη σχέση, πρέπει να λαμβάνεται a priori ότι αυτό ισχύει, ώστε να μην υπάρχει κάκ(ι)ωση μετά.
Το "και μαζί να δουλευόμαστε" είναι για να συνεχισθεί το παιχνίδι ποντικιού - τυριού - φάκας στο διηνεκές, γιατί χωρίς αλάτι ή ζωή με φαύλες καταστάσεις για τους ενοχικούς μαζόχες, δεν τρώγεται.

Got a better definition? Add it!

Published

Αναγραμματισμός της φράσης "μπέρδεψα τη γλώσσα μου". Ο ίδιος ο ομιλών όταν θέλει να προλάβει το σαρκασμό των άλλων, αυτοσαρκάζεται αμέσως μόλις αντιλαμβάνεται το σαρδάμ του. Η αγωνία, η αμηχανία, η αίσθηση του μετέωρου εξανεμίζονται με χιούμορ και αποφορτίζει τον ομιλητή από την μπούρδα που μόλις ξεστόμισε για να συνεχίσει παρακάτω την κουβέντα του.

Είναι συνώνυμο του "μα τί λέω", ή του "(καααλά), ό,τι θέλω λέω", ως αυτοσχολιασμού, όταν γίνεται συνειδητό πως κάτι που μόλις ειπώθηκε δεν κολλάει με τα προηγούμενα με ποικίλες έννοιες, αλλοιώνοντας το νόημα, από σαρδάμ - γι'αυτό και ο αυτοσαρκασμός γίνεται με σχολιασμό στανταρισμένης σαρδαμικής φράσης, ακόμα και μέχρι ασυναρτησίας που δεν στέκει κι έχει ξεφύγει εντελώς η λέξη. Το δεύτερο συμβαίνει κατά το φαινόμενο "εδώ το'χω, αλλά μου βγαίνει κάτι άλλο", λόγω εγκεφαλικού βραχυκυκλώματος όπου το ηλεκτροχημικό μήνυμα δε μεταβιβάζεται ομαλά στις νευρωνικές συνάψεις και προκύπτει το φαινόμενο του "δεν επικοινωνώ με τον αφαλό μου" ή σε πιο ακραία μορφή την αφασία τύπου Broca όπου ο ασθενής έχει σκέψη αλλά δεν μπορεί να αρθρώσει τίποτε άλλο πέρα από μια απλή συλλαβή (ο ασθενής του Broca άρθρωνε μόνο "ταν"), από εγκεφαλικά κολλήματα κατά τις ηλεκτρικές κενώσεις διαβίβασης πληροφοριών προς τα αρθρωτήρια όργανα.

Σε σφιχτόκωλες επικοινωνιακές περιστάσεις η διαπίστωση της λεκτικής γκάφας γίνεται με τη φράση "με συγχωρείτε", ή "συγγνώμη, λάθος". Τα πιο συνήθη περιστατικά "γλώσσεψα την μπέρδα μου" απαντώνται σε συνεχόμενες φράσεις όπου επιτυγχάνεται συγκυριακή και αυθόρμητη φωνηεντική αρμονία, λόγω ρυθμού και επιτονισμού που παρασύρει τον κουρασμένο ή ζαλισμένο ομιλητή ακόμα κι από την ίδια του την πολυλογία (π.χ. δυο αλλεπάλληλες φράσεις που τελειώνουν στην ίδια συλλαβή ή σε παρόμοια (με σύμφωνα κοινού τόπου άρθρωσης) ή έστω στο ίδιο φωνήεν και η επόμενη έχει παρασυρθεί από την προηγούμενη, βλ. παράδειγμα 4).

Τέλος συναντάται καθημερινά ως φαινόμενο σε ασθενείς με άνοια.


1.- Είδες αυτήν την Τρίτη το "τσαντίρι"; Καλά, εμετικό έτσι; Πιο φιλοσυριζαϊκό, πεθαίνεις... Τί άλλο θ'ακούσουν τα μάτια μας και θα δουν τ'αφτιά μας....
- Τί είπες ρε μλκ; Σού'στριψε;
- Τί είπα; Α, κααααλά... Ο,τι θέλω λέω... Γλώσσεψα την μπέρδα μου... Είναι που δεν έχω συνέλθει ακόμα απ'το σοκ!
2.- Παππού θες μπυρόνι;
- Όχι, ευχαριστώ. Πίνω μόνο αλτχσάιμερ.
- Τί πίνεις;
- Όχι, όχι... Δεν είναι αυτό... Είναι που έχω αρχή πορτοκαλάδας...
Από το επεισόδιο του Κωνσταντίνου και Ελένης "Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω" το δεύτερο μέρος που διαδραματίζεται στο νοσοκομείο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανθρώπου που γλώσσεψε την μπέρδα του.
http://www.antenna.gr/webtv/watch?cid=_dvey_h_p_g7r6_e=
3.- Έχεις φωτιά;
- Για κάτσε μια... Μπα, τίποτα. Πάμε στον αναπτήρα να πάρουμε περίπτερο;
- ;;;
- Εεεεε...Πάμε στο περίπτερο να πάρουμε αναπτήρα; Έλα ρε μαλάκα, γλώσσεψα την μπέρδα μου...
4. - Η μικρή ήταν φοβερή. Στην παράσταση τα πήγε πολά καλύ, εεε, πολύ καλά. Γλώσσεψα την μπέρδα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified