Ή ζαχαρένιος ή «καλά ρε μαλάκα από ζάχαρη είσαι;».
Επίθετο που χρησιμοποιήται κυρίως για άτομα χαμηλών αντοχών και τόνων.

- Μίμη, πού είναι ρε η γκόμενά σου σήμερα; Την έκλασες;
- Άσε ρε μαλ, αυτή με έκλασε ναουμ το πουτανίδιο! Ποιον, εμένα που στην περασά μου ξαπλώνουν οι γκόμενες κάτω σανιδωμένες ναουμ. Και με ποιόνα;; Με τον Ντιντή το μυζηθρένιο! Που εκεί που χέσανε οι μάγκες φύτρωσε αυτός ο μπονιόνιος...
- Μάγκα μου, δεν πουλάς πλέον. Πρέπει να το γυρίσεις στο μπονιόνικο για να πηδάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
acg

Γι' αυτους που δεν τρωνε γαλακτοκομικα ή εν γενει προσεχουν τη διατροφη τους και αποφευγουν τη ζαχαρη, υπαρχει και στη μορφη «βαμβακερος» που σημαινει ακριβως το ιδιο πραγμα. Η μαγεια της ελληνικης γλωσσας...