Τσιμπάω, τρυπάω. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πιο οξεία αίσθηση του τσιμπήματος, από βελόνι ή μάλλινο ρούχο.

Μεταφορικά: παρακινώ.

  1. - Δεν σε τζουνάει αυτή η μπλούζα; μάλλινο με τέτοιον ζεστό καιρό...
    - Α, εγώ είμαι ευχαριστημένη μόνο με τους 40οC!

  2. - Ρε μαμά, τζούνα τον Αντώνη να βρει καμία δουλειά, και μας έχει ζαλίσει τα αρχίδια όλη μέρα μες στο σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified